Κωστής Παλαμάς

Ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἐθνῶν δὲ μετριέται μὲ τὸ στρέμμα. Μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ τὸ αἷμα. [Κωστὴς Παλαμᾶς, με το άγγελμα της κήρυξης του πολέμου τού 1940].

Για μετάβαση στο Ιστολόγιο mantis

Για να δείτε και γενεαλογικά δένδρα των οικογενειών των Οικισμών τού τέως Δήμου Φαλάνθου, Μανταίων, Χρυσοβιτσιωτών, Λυκοχιωτών, Τσελεπακιωτών, Πιανιωτών, κ.λπ., μπορείτε να επισκεφθείτε το «αδελφό» Ιστολόγιο mantis: http://mantis-manteika-mantineias.blogspot.gr/

Μεγαλύτερες Φωτογραφίες

Για να δείτε τις φωτογραφίες σε μεγάλο μέγεθος επιλέξτε την φωτογραφία (με κλικ), και θα παρουσιασθούν εν σειρά όλες οι φωτογραφίες τής κάθε σελίδας. Για να επανέλθετε στην προηγούμενη μορφή τής σελίδας, κλείστε την εικόνα από το [X] πάνω δεξιά.

ArcadiaPortal

ArcadiaPortal
Επιλέξτε -με κλικ επί της εικόνας-, την είσοδο στο σχετικό δημοσίευμα της Διαδικτυακής Πύλης: arcadiaportal.gr

ΔΙΠΛΩΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΛΛΙΩΝ. Εν Αθήναις τη 25η Μαρτίου 1914. Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ. Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος

Καταγραφή Νικολάου Ι. Μάντη [26/06/2014].
Για ιστορικά γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκατό (100) χρόνια πριν!

Συζήτηση –που κράτησε ώρες-, με την Κυρά Βούλα [Εικονιζομένη κάτωθεν], για την στρατιωτική δράση τού πεθερού της, όπως την άκουσε από τις αφηγήσεις του.
Την κυρία Παρασκευή, κόρη τού Ιωάννη Κουρέτα του Νικολάου και τής Φωτεινής Μπουγιούκου τού Βασιλείου, χήρα τού Αριστείδη Μαρκολέφα τού Γεωργίου-, στο κατάστημα του γυιού της Γεωργίου Αριστείδη Μαρκολέφα και της νύφης της Αρχόντως Βασιλείου Μπουγιούκου, την Πέμπτη, 26 Ιουνίου 2014, στα Λυκόχια Αρκαδίας.
Η συζήτηση εστιάσθηκε στο πρόσωπο και στην πολεμική δράση τού πεθερού της, Γεωργίου Μαρκολέφα [Εικονίζεται κατωτέρω]. Ήταν δίκαιος και αυστηρός, θα μας πει με σιγουριά. Αγωνίσθηκε και δούλεψε πολύ στην ζωή του. Μαχητής και στον Πόλεμο και στην Ειρήνη!

Ο Γεώργιος Μαρκολέφας με τον ηρωισμό του έγραψε αρκετές αράδες στο Βιβλίο τής Ιστορίας τής Νεώτερης Ελλάδας.

Πήγαμε και στο σπίτι τής Κυρά Βούλας και φωτογραφίσαμε τις οικογενειακές φωτογραφίες και το κάδρο με το
ΔΙΠΛΩΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΛΛΙΩΝ
και τα Μετάλλια που δόθηκαν
Εν Αθήναις τη 25η Μαρτίου 1914
στον πεθερό της Γεώργιο Μαρκολέφα, από τον 
Ελευθέριο Κ. Βενιζέλο
ΥΠΟΥΡΓΟ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
με
ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.

Απονέμομεν εις τον …. Μαρκολέφαν Γεώργιον του … καταγόμενον εκ Λυκοχίων τού Δήμου Φαλάνθου αναμνηστικόν μετάλλιον

1ον Τής εκστρατείας κατά τής Τουρκίας (1912-1913) ως μετασχόντα αυτής και τών μαχών: Σαρανταπόρου, Ιωαννίνων, Οστρόβου.

2ον Τής εκστρατείας κατά τής Βουλγαρίας (1913) ως μετασχόντα αυτής και τών μαχών: Κιλκίς -Λαχανά, Κρέσνας, ............

Τα γράμματα στο ΔΙΠΛΩΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΛΛΙΩΝ είναι ξεθωριασμένα, από την διαδρομή των εκατό (100) χρόνων.
Στις φωτογραφίες που λάβαμε δεν διακρίνονται καθαρά ονόματα μαχών στις οποίες έλαβε μέρος ο πρωτοπολεμιστής ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ.
Αναμένουμε ότι η δισεγγονή τού Λυκοχιώτη πατριώτη, που έχει το όνομα της γιαγιάς της, Δασκάλα στο λειτούργημα, θα διακριβώσει από το πρωτότυπο τα ονόματα των μαχών στις οποίες έλαβε μέρος ο προπάππους της και θα τα αποστείλει προκειμένου να τα αναρτήσουμε και να τα συνδέσουμε με τις μεταγραφές από τα επίσημα κείμενα τής Ιστορίας των μαχών.
Μπορεί ακόμη –θα μας επιτρέψει την σκέψη-, όταν θα διδάσκει στους μαθητές της την Ελληνική Ιστορία και τις χρυσές σελίδες της, να αναφέρεται στις μάχες αυτές λέγοντας, και δείχνοντας: Ήταν και ο προπάππους μου εκεί. Πρωτοπολεμιστής!

Η συζήτηση, αναπόδραστα, εκτάθηκε και στις γενεαλογικές σειρές τής ιδίας τής Κυρά Βούλας, και του αειμνήστου συζύγου της, Αριστείδη Γ. Μαρκολέφα.
«Ο πατέρας τού πεθερού μου, είχε παντρευτεί την Σταυρούλα Μπουγιούκου, από το Χάνι. Απόχτησαν οκτώ (8) παιδιά:
Τον Αγγελή που κράτησε το πατρικό σπίτι, εδώ που είμαστε τώρα.
Τον Γιώργη τον πεθερό μου που πήγε στην Παύλια. Παντρεύτηκε την Χριστίνα Τσακόγκα.
Τον Παναγιώτη.
Τον Κώστα.
Την Χριστίνα.
Την Δήμητρα.
Την Κωσταντίνα, και
Την Μαρία.
Τον άντρα μου τον έφερε πίσω εδώ στα Λυκόχια στο πατρικό σπίτι, ο θείος ο Αγγελής.
Ο θείος ο Αγγελής [Εικονίζεται κατωτέρω], δεν απόχτησε παιδιά.
Ο πεθερός μου, ο Γιώργης ο Μαρκολέφας είχε παιδιά:
Τον Αριστείδη, τον άντρα μου [Εικονίζεται κατωτέρω].
Τον Αντρέα.
Τον Γιάννη.
Την Κωσταντίνα.
Την Ελένη, και
Την Σταυρούλα.

Προπάππους δικός μου ήταν ο Στάθης ο Κουρέτας τού Γιάννη, και είχε παιδιά:
Τον Νίκο, τον παππού μου.
Τον Γιάννη.
Τον Λεωνίδα.
Τον Δημήτρη.

Πατέρας δικός μου ήταν ο Γιάννης ο Κουρέτας τού Νίκου, και μάνα μου η Φωτεινή Μπουγιούκου τού Βασίλη, και είχαν παιδιά:
Τον Νίκο.
Την Αγγελική.
Την Σταυρούλα, εμένα που παντρεύτηκα τον Αριστείδη Μαρκολέφα, γυιό τού Γιώργη τού Μαρκολέφα.
Τον Βασίλη.
Την Γιωργία.
Τον Κώστα, και
Τον Δημήτρη».
------------------------------
Κατά τον Δάσκαλο Ιωάννη Δ. Μαρκολέφα [Η Ιστορία των Λυκοχίων Αρκαδίας]:
Με την απελευθέρωση της πατρίδας, το 1833-1836, τα δύο αδέλφια Κουρέτα, ο Θανάσης και ο Γιάννης, έφυγαν από το Χρυσοβίτσι µε τις οικογένειές τους και µε τα αιγοπρόβατά τους και εγκαταστάθηκαν προσωρινά στου «Μουσουλιά το Βράχο» στην περιφέρεια του µετέπειτα χωριού των Λυκοχίων. Αργότερα, ο Θανάσης θα εγκατασταθεί µόνιµα στο βόρειο µέρος τού νέου χωριού Λυκόχια και ο Γιάννης στο κέντρο τού χωριού.
Ο Γιάννης απέκτησε τρία παιδιά: τον Ευστάθιο, τον Χρήστο και τον Νικόλαο.
Ο Ευστάθιος απέκτησε δύο παιδιά: τον Νικόλαο και τον Γιάννη «Σταθόγιαννη».
Ο Νικόλαος του Ευσταθίου απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον Θανάση, τον Κωνσταντίνο, τον Θεόδωρο και την Ευθυµία.
Ο Γιάννης του Ευσταθίου απέκτησε δύο παιδιά: τον Λεωνίδα και τον Δηµήτρη [που έγινε Δάσκαλος].
------------------------------
Στον ψηφιοποιημένη έκδοση «ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ. Του Δήμου ΦΑΛΑΝΘΟΥ. Της Επαρχίας ΜΑΝΤΙΝΕΙΑΣΤου Έτους 1879» παρουσιάζονται εγγραφές –στην εν σειρά καταγραφή των εκλογέων ανά Οικισμό τού τότε Δήμου Φαλάνθου-, κάτω από την ένδειξη <Χωρίον Λυκόχια> με τους αύξοντες αριθμούς: <697>, <698>, <699> υπό τα στοιχεία:
697. Επώνυμο: Κουρέτας. Όνομα: Χρήστος. Όνομα πατρός: Ιωάννης. Ηλικία: 42. Επάγγελμα ή επιτήδευμα: γεωργός. Ενεστώσα διαμονή: Λυκόχια.
698. Επώνυμο: Κουρέτας. Όνομα: Ευστάθιος. Όνομα πατρός: Ιωάννης. Ηλικία: 40. Επάγγελμα ή επιτήδευμα: γεωργός. Ενεστώσα διαμονή: Λυκόχια.
699. Επώνυμο: Κουρέτας. Όνομα: Νικόλαος. Όνομα πατρός: Ιωάννης. Ηλικία: 29. Επάγγελμα ή επιτήδευμα: γεωργός. Ενεστώσα διαμονή: Λυκόχια.
Κατά την ερευνήτρια Georgia Stryker Keilman, που παρουσιάζει το έργο της στο http://www.hellenicgenealogygeek.com ο ανωτέρω ΕΚΛΟΓΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ έχει συνταχθεί το έτος 1872.
Συνεπώς, ο αναφερόμενος στον ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΚΑΤΑΛΟΓΟ Κουρέτας Ευστάθιος τού Ιωάννη [Προπάππους τής Κυρά Βούλας ], το έτος 1879 ήταν 47 ετών. Γεννήθηκε το έτος 1832, λίγο πριν - λίγο μετά την μετοίκηση του πατέρα του, Ιωάννη Κουρέτα, από το Χρυσοβίτσι στην περιοχή τού μετέπειτα οικισμού Λυκόχια.


************ 
Μάχες στις οποίες πολέμησε ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ

*******
Η Μάχη τού Σαρανταπόρου
«Η Στρατιά τής Θεσσαλίας τις πρωϊνές ώρες της 5ης Οκτωβρίου 1912 πέρασε την Ελληνοτουρκική μεθόριο ... λίγο αργότερα και προς επιβεβαίωση τούτου, η Ιη Μεραρχία αναφέρει: Η Ιη Μεραρχία κατέλαβε άνευ αντιστάσεως υψώματα Μελούνας”».
Και εδώ πολέμησε ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ.

Ιστορικό Μάχης
Την 5η Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία, μετά το Μαυροβούνιο που είχε προηγηθεί από την 20η Σεπτεμβρίου 1912, κήρυξαν και αυτές τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Έτσι άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου 1912 την Ελληνοτουρκική μεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου 1912, τα εγκαταστημένα στην Ελασσόνα και Δεσκάτη τμήματα του εχθρού. 
Από την 7η Οκτωβρίου 1912 η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις που αποτελούνταν από δύο Μεραρχίες, υπό το Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκαταστημένες αμυντικά στην οχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας.
Η τοποθεσία Σαρανταπόρου, την οποία είχε επιλέξει και οργανώσει η Τουρκική Διοίκηση, είναι εκ φύσεως οχυρή και προσφέρεται για ισχυρή άμυνα, με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής.
Το σχέδιο της Τουρκικής Διοίκησης προέβλεπε σταθερή άμυνα με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών της, στις οχυρές τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας, με σκοπό την απόφραξη των κατευθύνσεων Ελασσόνα-Σέρβια και Δεσκάτη-Λαζαράδες-Σέρβια και την απαγόρευση της προελάσεως του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.
Το σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνόμενων Τουρκικών δυνάμεων στα Στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού.
Η επίθεση αυτή θα συνδυαζόταν και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό, από την περιοχή του χωριού Κρανιά, διαμέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.
Το πρωϊ της 9ης Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός με τις 2η, 3η και 6η Μεραρχίες στο κέντρο, την 1η Μεραρχία δεξιά, το Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου στο άκρο δεξιά, την 4η, 5η Μεραρχία και τη Ταξιαρχία Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασμα Γεννάδη στο άκρο αριστερό εξόρμησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου και την συντριβή του Τουρκικού Στρατού.
Οι Ελληνικές δυνάμεις, όλη την ημέρα της 9ης Οκτωβρίου 1912, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο έναν ισχυρά οργανωμένο αντίπαλο, αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου 1912 οι Τούρκοι εγκατάλειψαν την τοποθεσία και άρχισαν να συμπτύσσονται εσπευσμένα προς τα Σέρβια, επειδή φοβήθηκαν ότι θα αποκοπούν από την απειλητική υπερκερωτική ενέργεια της 4ης Μεραρχίας.
Την επόμενη ημέρα, 10η Οκτωβρίου 1912, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, άφθονο πολεμικό υλικό των Τούρκων και να αιχμαλωτίσουν περιορισμένο αριθμό αποκομμένων τμημάτων και ανδρών.
Η 4η Μεραρχία κινήθηκε γρήγορα και με την Ημιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα.
Η γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου αύξησε το ηθικό του Στρατού και άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση στη συνέχεια της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού κατά τη διήμερη μάχη σε αξιωματικούς και οπλίτες ήταν 182 νεκροί και 995 τραυματίες. Οι απώλειες των Τούρκων επίσης σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους ήταν σοβαρές.
------------

------------------------------
Παραθέτουμε αποσπάσματα από αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, για την Μάχη τού Σαρανταπόρου, καθώς και τους σχετικούς διαδικτυακούς συνδέσμους (link):
------------------------------
Η Μάχη του Σαρανταπόρου, 9-10 Οκτωβρίου 1912
 
Την 5η Οκτωβρίου 1912 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας και η Μάχη του Σαρανταπόρου ήταν η πρώτη σημαντική νίκη του Ελληνικού Στρατού στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου 1912 την ελληνοτουρκική μεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκαταστημένα στην Ελασσόνα και Δεσκάτη τμήματα του εχθρού.
Από την 7η Οκτωβρίου 1912 η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις, υπό το Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκαταστημένες αμυντικά στην οχυρή τοποθεσία Σαρανταπόρου και Λαζαράδων-Βογκόπετρας.
Η αμυντική γραμμή των στενών του Σαρανταπόρου ήταν φυσικώς οχυρή με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής. Επιπλέον είχε γίνει υποδειγματική αμυντική οργάνωση του τουρκικού στρατού απο τους Γερμανούς.
Το σχέδιο της Τουρκικής Διοίκησης προέβλεπε σταθερή άμυνα με το σύνολο σχεδόν των δυνάμεών της, με σκοπό την απόφραξη των κατευθύνσεων Ελασσόνα-Σέρβια και Δεσκάτη-Λαζαράδες-Σέρβια και την απαγόρευση της προελάσεως του Ελληνικού Στρατού προς τα βόρεια.
Το στρατηγείο του 8ου σώματος του Τουρκικού Στρατού βρισκόταν στα Χάνια της Βίγλας, ενώ το στρατηγείο μίας τουρκικής εφεδρικής μεραρχίας (10 τάγματα πεζικού) στο Γλύκοβο (Σαραντάπορο).
Για την υπεράσπιση των στενών οι Τούρκοι είχαν διαθέσει 14 τάγματα πεζικού, 12 πυροβόλα, 3 λόχους πολυβόλων και 2 ίλες ιππικού. Ένα ακόμη τάγμα τουρκικού πεζικού βρισκόταν στο Λιβάδι.
Το σχέδιο ενεργείας του Ελληνικού Γενικού Στρατηγείου, υπό τις διαταγές του εγκατεστημένου στο Χάνι Χατζηγώγου τότε Διαδόχου και Αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, προέβλεπε επίθεση κατά μέτωπο εναντίον των αμυνόμενων τουρκικών δυνάμεων στα Στενά Σαρανταπόρου, με ταυτόχρονη και από τα δύο πλευρά υπερκερωτική ενέργεια προς τα Σέρβια για την κατάληψη της γέφυρας του Αλιάκμονα και την αποκοπή της σύμπτυξης του εχθρού.
Η επίθεση αυτή θα συνδυαζόταν και με ευρύτερο κυκλωτικό ελιγμό, από την περιοχή του χωριού Κρανιά, δια μέσου του πόρου Ζάμπουρδας προς την Κοζάνη.
Το πρωϊ της 9ης Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός με τις 2η, 3η και 6η Μεραρχίες στο κέντρο, την 1η Μεραρχία δεξιά, το Απόσπασμα Κωνσταντινοπούλου στο άκρο δεξιά, την 4η, 5η Μεραρχία και τη Ταξιαρχία Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασμα Γεννάδη στο άκρο αριστερό, εξόρμησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου.
Οι Ελληνικές δυνάμεις, όλη την ημέρα της 9ης Οκτωβρίου 1912, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο έναν ισχυρά οργανωμένο αντίπαλο, αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου 1912 οι Τούρκοι πληροφορήθηκαν την απειλητική γι’ αυτούς υπερκερωτική ενέργεια της 4ης Μεραρχίας και, εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι και τη βροχή, υποχώρησαν από την αμυντική γραμμή Σαρανταπόρου-Λαζαράδες και άρχισαν να συμπτύσσονται εσπευσμένα προς τα Σέρβια. Την επόμενη ημέρα, 10η Οκτωβρίου 1912, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό, άφθονο πολεμικό υλικό των Τούρκων και να αιχμαλωτίσουν περιορισμένο αριθμό αποκομμένων τμημάτων και ανδρών.
Η 4η Μεραρχία κινήθηκε γρήγορα και με την Ημιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα.
Οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης στα στενά του Σαρανταπόρου ολόκληρο το πυροβολικό τους που έπεσε στα χέρια των Ελλήνων, ενώ το επόμενο πρωί, αφού εκτέλεσαν 75 προκρίτους στα Σέρβια, τα εγκατέλειψαν και υποχώρησαν βορειότερα.
Τα στενά του Σαρανταπόρου ήταν η μοναδική θέση όπου η κατώτερη αριθμητικά τουρκική δύναμη μπορούσε να ανακόψει την Ελληνική προέλαση.
Ο Φον Ντερ Γκολτς μάλιστα, Γερμανός οργανωτής του Τουρκικού Στρατού, είχε πει ότι τα στενά αυτά «θα ήταν ο τάφος του Ελληνικού Στρατού».
Ο Ελληνικός Στρατός όμως τον διέψευσε. Η γρήγορη και νικηφόρα έκβαση της μάχης του Σαρανταπόρου άνοιξε τις πύλες για την απελευθέρωση στη συνέχεια της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
Οι απώλειες των Τούρκων σε νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους ήταν σοβαρές.
Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού κατά τη διήμερη μάχη σε αξιωματικούς και οπλίτες ήταν 182 νεκροί και 995 τραυματίες, προς τιμή των οποίων χτίστηκε το 1972 το Μουσείο Μάχης Σαρανταπόρου.
------------------------------
Μουσείο Μάχης Σαρανταπόρου
Το Μουσείο Μάχης Σαρανταπόρου χτίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1972 προς  τιμή των πεσόντων στην ιστορική μάχη και ανακαινίστηκε το 1980 από την 1η Στρατιά Λάρισας. 
Βρίσκεται στο 60ο χλμ της Εθνικής Οδού Λάρισας-Κοζάνης, δίπλα στο Χάνι Χατζηγώγου.
Στον εξωτερικό χώρο του μουσείου υπάρχουν το Ηρώο πεσόντων,το οποίο στήθηκε το 1980 από την 1η Στρατιά, προς τιμήν των 30 Αξιωματικών και 152 οπλιτών που έπεσαν στη μάχη του Σαρανταπόρου, ένα Μνημείο όπου αναφέρονται σι Μεραρχίες που πήραν μέρος στη μάχη και ένα κανόνι.
Στο εσωτερικό του μουσείου εκτίθενται κειμήλια από τους αγωνιστές της μάχης όπως:
  • Φωτογραφίες: Εύζωνοι στη μάχη, Έλληνες Αξιωματικοί, μεταφορά τραυματιών, πορεία φάλαγγας πεζικού, σιδηροδρομική αναχώρηση για το μέτωπο, μεταφορά τραυματιών.
  • Στολές: Στολή Ευζώνου εποχής 1912, Φουστανέλα εποχής, Στολή οπλίτου, Πηλίκιο και γκέτες, Στολή Ευζώνου εποχής 1912, Στολή Ευζώνου εποχής 1912.
  • Οπλισμός: Αραβίδα Manlicher, Φυσιγγιοθήκες δίδυμες δερμάτινες, Οπλοπολυβόλο Γαλλίας, Περίστροφο Μαυροβουνίου, Περίστροφο Αγκάν, Σπαθιά Αξιωματικού, Τυφέκιο Τουρκίας, Ξιφολόγχη τυφέκιου Λέμπελ.
  • Εφημερίδες της εποχής.

Επίσης, υπάρχει ανάγλυφος χάρτης-σχεδιάγραμμα του χώρου με μαγνητοφωνημένη αφήγηση του ιστορικού της μάχης.

Ωράριο: Θερινή περίοδο (8:30-15:30) Χειμερινή περίοδο (9:00-16:00)
------------------------------
Η Μάχη του Σαρανταπόρου
Την 5η Οκτωβρίου 1912, η Ελλάδα, η Σερβία και η Βουλγαρία, μετά το Μαυροβούνιο, που είχε προηγηθεί από την 20η Σεπτεμβρίου 1912, κήρυξαν κι αυτές τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Έτσι άρχισε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος.
Η Στρατιά Θεσσαλίας, αφού πέρασε την 5η Οκτωβρίου την ελληνοτουρκική μεθόριο, απώθησε αρχικά τα τουρκικά φυλάκια των συνόρων και στη συνέχεια, την 6η Οκτωβρίου, τα εγκατεστημένα στην Ελασσόνα και Δεσκάτη τμήματα του εχθρού. Από την 7η Οκτωβρίου, η Στρατιά άρχισε να προελαύνει προς τα βόρεια, για να συναντήσει τις κύριες τουρκικές δυνάμεις, που αποτελούνταν από 2 Μεραρχίες, υπό το Στρατηγό Ταξίν Πασά, εγκατεστημένες αμυντικά στις οχυρές τοποθεσίες Σαρανταπόρου και Λαζαράδων - Βογκόπετρας.
Η τοποθεσία Σαρανταπόρου, την οποία είχε επιλέξει και οργανώσει η Τουρκική Διοίκηση, είναι εκ φύσεως οχυρή και προσφέρεται για ισχυρή άμυνα, με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής.
Το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 1912, ο Ελληνικός Στρατός με τις 2η, 3η και 6η Μεραρχίες στο κέντρο, την 1η Μεραρχία στα δεξιά, το Απόσπασμα Κωνσταντοπούλου στο άκρο δεξιά, την 4η, 5η Μεραρχία και την Ταξιαρχία Ιππικού στο αριστερό και το Απόσπασμα Γενάδη στο άκρο αριστερό, εξόρμησε για την εκπόρθηση των Στενών του Σαρανταπόρου και την συντριβή του Τουρκικού Στρατού.
Οι Ελληνικές δυνάμεις, όλη την ημέρα, κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να απωθήσουν τις αντίστοιχες τουρκικές χωρίς όμως επιτυχία, αφού έπρεπε να αντιμετωπίσουν, όχι μόνο έναν ισχυρά οργανωμένο αντίπαλο, αλλά και τις δυσχερέστατες εδαφικές και καιρικές συνθήκες.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας της 9ης προς 10η Οκτωβρίου 1912, οι Τούρκοι εγκατέλειψαν την τοποθεσία και άρχισαν να συμπτύσσονται εσπευσμένα προς τα Σέρβια, επειδή φοβήθηκαν, ότι θα αποκοπούν από την απειλητική υπερκερωτική ενέργεια της 4ης Μεραρχίας, που κινήθηκε γρήγορα και με την Ημιλαρχία της κατέλαβε άθικτη τη γέφυρα του Αλιάκμονα. Την επόμενη ημέρα 10η Οκτωβρίου, οι Μεραρχίες του Ελληνικού Στρατού τέθηκαν σε κίνηση και πέτυχαν να κυριεύσουν ολόκληρο σχεδόν το Πεδινό Πυροβολικό των Τούρκων, άφθονο πολεμικό υλικό και να αιχμαλωτίσουν περιορισμένο αριθμό αποκομμένων τμημάτων και ανδρών.

Η νικηφόρα έκβαση της Μάχης του Σαρανταπόρου, ανύψωσε το ηθικό του Ελληνικού Στρατού, που ήταν χαμηλό μετά την ήττα του 1897 και αποτέλεσε το έναυσμα για την απελευθέρωση στη συνέχεια, της Δυτικής και Κεντρικής Μακεδονίας.
------------------------------
Μάχη του Σαραντάπορου
Σχεδιάγραμμα της περιοχής της μάχης του Σαραντάπορου ή Πέτρας. Πηγή: Εμπρός 10-10-1912.
Η Μάχη του Σαρανταπόρου ή μάχη των στενών της Πέτρας αποτελεί την πρώτη πολεμική επιχείρηση της Ελλάδας στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο. Έλαβε χώρα στις 9 Οκτωβρίου του 1912 στα Στενά του Σαραντάπορου. Μετά τη σύγκρουση της πρώτης μέρας, οι τουρκικές δυνάμεις συμπτύχθηκαν προς τα Σέρβια, αφήνοντας στα χέρια του Ελληνικού Στρατού αρκετό υλικό και λίγους αιχμαλώτους. Οι Ελληνικές δυνάμεις έπειτα από ισχυρή αντίσταση των τουρκικών δυνάμεων, πέτυχαν μια σημαντική νίκη η οποία άνοιξε το δρόμο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Η μάχη αναλυτικά
Σύμφωνα με τον τύπο της εποχής, το πρωί της 9 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός προέλασε στην διάβαση του Σαρανταπόρου την οποία οι Τούρκοι εγκατέλειψαν, φοβούμενοι μην κυκλωθούν, και υποχώρησαν προς τα Σέρβια. Οι πρώτες Ελληνικές προφυλακές έφτασαν στα στενά της πέτρας στις 10 ώρα, οι πρώτοι πυροβολισμοί έπεσαν από την πλευρά των Τούρκων οι οποίοι είχαν αποφασίσει να αντισταθούν εκεί. Όταν κατέφθασε και ο υπόλοιπος Ελληνικός Στρατός ανεπτύχθη σε θέση μάχης και άρχισε να βάλει κατά των Τούρκικων θέσεων, ταυτόχρονα έβαλε και το Ελληνικό πυροβολικό. Η μάχη διεκόπη την νύχτα και συνεχίστηκε και την επόμενη μέρα, μετά την κατάληψη της γέφυρας άρχισε και η υποχώρηση των Τούρκων προς τα Σέρβια. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι Τούρκοι υποχωρούν προς την Κοζάνη καταδιωκόμενοι από τον Ελληνικό στρατό. Στις 11 Οκτωβρίου η μάχη είχε λήξει και το απόγευμα οι Ελληνικές οπισθοφυλακές έμπαιναν στα Σέρβια απελευθερώνοντάς τα και τυπικά. Στα Σέρβια εγκαταστάθηκε προσωρινά το Στρατηγείο και το γενικό επιτελείο. Σήμερα λειτουργεί Μουσείο της Μάχης του Σαρανταπόρου το οποίο γειτνιάζει με το τουρκικό Χάνι του Χατζηγώγου. Πηγές Εμπρός, φύλλα 10-10-1912 /11-10-1912 / 12-10-1912, από την Ψηφιακή Εθνική Βιβλιοθήκη
------------------------------
Η Μάχη του Σαρανταπόρου, 9-10 Οκτωβρίου 1912
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Η στρατιωτική και οικονομική καταστροφή του πολέμου του 1897 είχε αφήσει ανεξίτηλα σημάδια τόσο στη πολιτική ζωή όσο και στη καθημερινότητα των Ελλήνων.
Οι ειδεχθείς όροι της συνθήκης ειρήνης μετά τον «Ατυχή Πόλεμο» ήταν δυσβάσταχτοι για την εύθραστη Ελληνική οικονομία και απειλούσε την ίδια την ύπαρξη του Ελληνικού κράτους.
Οι συνθήκες ωστόσο έχουν το 1912 έχουν αλλάξει σημαντικά. Η Ρωσία προωθεί τον πανσλαβισμό και δημιούργησε μια συμμαχία μεταξύ της Βουλγαρίας, της Σερβίας και του Μαυροβουνίου με σκοπό να εκδιώξουν την παραπέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία από τα βαλκάνια και έτσι να περιέλθει στην κυριαρχία της ο Βόσπορος και ο Ελλήσποντος. Ο οξυδερκής Βενιζέλος κατάλαβε την ευνοϊκή συγκυρία (παρά την γερμανική υποστήριξη προς τους Τούρκους) και χρησιμοποιώντας την παλαιότερη συμμαχία με τη Σερβία, κατάφερε και ενέταξε την Ελλάδα ανάμεσα στου συμμάχους. Η ευκαιρία για την απελευθέρωση της Μακεδονίας φάνταζε μοναδική. Η Μακεδονία όμως βρισκόταν στο στόχαστρο και της Βουλγαρίας που διέθετε μεγαλύτερο στρατό από την Ελλάδα και ήθελε να εκμεταλλευτεί την παρουσία σλαβόφωνων μειονοτήτων στη περιοχή. Οι Βούλγαροι όμως δέχτηκαν την Ελλάδα στη συμμαχία τόσο γιατί χρειαζόταν ένα μέτωπο στα νότια, στα μετόπισθεν του Οθωμανικού στρατού, αλλά πολύ περισσότερο το Ελληνικό Ναυτικό. Τα Ελληνικά πολεμικά πλοία κατάφεραν με την επικράτηση τους στο Αιγαίο να αποτρέψουν τη μεταφορά ενισχύσεων, για λογαριασμό των Τούρκων, με στρατεύματα από την Ασία που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την ισχύ πυρός των συμμάχων.
Στις 17 Σεπτεμβρίου 1912 ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ διέταξε επιστράτευση και πολλοί Έλληνες προσήλθαν με ενθουσιασμό ως εθελοντές για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.
Είναι χαρακτηριστικό πως στο στρατό εντάχθηκαν ως εθελοντές 3.500 Κρήτες, 1.500 Κύπριοι, πολλοί Αιγυπτιώτες, μετανάστες από την Αμερική, καθώς και 2.200 ευρωπαίοι υπό τον φιλέλληνα Ιταλό στρατηγό Ριτσιότι Γαριβάλδι.
Ο Ελληνικός Στρατός 100.000 αντρών συγκεντρώθηκε στα σύνορα με τη Θεσσαλία και αποτελείτο από 63 τάγματα πεζικού, 32 πυροβολαρχίες και 8 ίλες ιππικού. Αρχηγός του εκστρατευτικού σώματος τοποθετήθηκε ο διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος, με ένα λαμπρό επιτελείο στρατιωτικών ακολούθων (Δαγκλής, Παρασκευόπουλος, Μεταξάς).
Στις 5 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός διαβαίνει τη μεθόριο καταλαμβάνοντας με ευκολία τα συνοριακά φυλάκια των Τούρκων και προωθείται με ταχύτητα στη Θεσσαλία.
Η πεδιάδα κατέστησε τη προέλαση του στρατού ταχύτατη καθώς όλες οι Τουρκικές μονάδες συμπτήχθηκαν βορειοδυτικά στη τοποθεσία Σαραντάπορο, μεταξύ Ελλασόνας και Σερβίων, στο δρόμο που ενώνει τη Λάρισα με τη Κοζάνη. Προς τα εκεί κατευθύνθηκε ο Ελληνικός Στρατός επιζητώντας μια μεγάλη αποφασιστική νίκη που θα άνοιγε τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη!
Η ΜΑΧΗ
Ο Τουρκικός στρατός αριθμούσε 35.000 άντρες χωρισμένους σε 43 τάγματα, 35 πυροβολαρχίες και 12 ίλες ιππικού.
Επικεφαλής είχε τοποθετηθεί ο Αλβανικής καταγωγής Ταξίν Πασάς.
Η τοποθεσία δεν ήταν τυχαία αλλά αποτέλεσμα μελέτης της περιοχής του Γερμανού στρατηγού Φον Γκολτς που δήλωνε πως τα στενά θα γινόταν ο τάφος του Ελληνικού Στρατού.
Τα στενά ανάμεσα στα Πιέρια όρη και στα Καμβούνια όρη και είναι μια ανηφορική, επίπεδη και αδενδρή στενή κοιλάδα με ευνοϊκή οπτική επαφή του αμυνόμενου πυροβολικού έναντι οποιασδήποτε επίθεσης.
Η αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων δεν έδινε κανένα τακτικό πλεονέκτημα εντός των στενών.
Ο Ταξίν Πασάς παρέταξε τις δυνάμεις του, όπως ήταν φυσικό, σε σταθερή άμυνα άρνησης κάθε προσπάθειας προώθησης του Ελληνικού Στρατού.
Άφησε δέκα τάγματα ως εφεδρεία και παρέταξε ένα τάγμα στο βορειότερο σημείο της τοποθεσίας στο Λιβάδι.
Οι Έλληνες επιτελείς σκέφτηκαν ένα απλό αλλά ιδιοφϋές σχέδιο.
Κάθε μετωπική επίθεση θα ήταν αυτοκτονία, οπότε σχεδίασαν μια “χαλαρή” προέλαση στο κέντρο από τρεις μεραρχίες πεζικού υπό τη προστασία του Ελληνικού πυροβολικού και τη διπλή υπερκέραση της οχυρής θέσης των Τούρκων αξιοποιώντας έτσι με διαφορετικό τρόπο την αριθμητική υπεροχή που διέθεταν.
Από τα αριστερά των Ελλήνων η τέταρτη μεραρχία (Μοσχόπουλος), το απόσπασμα Ευζώνων του Γεννάδη και η ταξιαρχία ιππικού του Σούτσου, έλαβαν εντολή να κινηθούν προς τους Λαζαράδες, ενώ από τα δεξιά ένα απόσπασμα Ευζώνων και η έκτη μεραρχία (Μηλιώτης) θα έκαναν τον δικό τους ελιγμό.
Το σχέδιο ήταν καλό αλλά απαιτούσε συγχρονισμό της επίθεσης του κέντρου με τις δυνάμεις υπερκερασμού καθώς και με το πυροβολικό.
Αυτός ο συγχρονισμός δεν επετεύχθη ποτέ με αποτέλεσμα να κινδυνεύσουν οι τρεις μεραρχίες του κέντρου με αφανισμό αλλά και να καταφέρει να διαφύγει ο τουρκικός στρατός.
Στις επτά το πρωί της 9ης Οκτωβρίου ξεκίνησε η προέλαση των κεντρικών μεραρχιών με καταιγισμό πυρών από το τουρκικό πυροβολικό. Εκεί συνέβηκε το αναπάντεχο!
Το Ελληνικό πυροβολικό δεν είχε τοποθετηθεί στο σωστό σημείο και δεν μπορούσε να καλύψει τη προέλαση!
Αποφασίστηκε η άμεση προώθηση του πυροβολικού ώστε να μπορέσει να βοηθήσει τη προσπάθεια του πεζικού τουλάχιστον την επόμενη μέρα...
Ενώ οι τρεις μεραρχίες πεζικού συνέχιζαν την επική προέλαση τους μέσα από πυκνά εχθρικά πυρά, δεχόμενες μεγάλη πίεση, οι δυνάμεις που εκτελούσαν τον ελιγμό από τα αριστερά και κυρίως η ταξιαρχία του ιππικού ήταν άφαντες από το πεδίο της μάχης!
Η μονάδα ιππικού δεν κινήθηκε καθόλου με πρωτοβουλία του γηραιού διοικητή Σούτσου που αντικαταστάθηκε αμέσως.
Η βροχή δυσκόλευε τη προσπάθεια του πεζικού και όλα φαινόταν να πηγαίνουν στραβά στη πρώτη αυτή μάχη για τον Ελληνικό Στρατό.
Εκεί όμως οι ικανοί στρατηγοί έδειξαν την αξία τους και βασιζόμενοι στην απαράμιλλη ανδρεία των στρατιωτών τους ανέτρεψαν τη κατάσταση.
Ο στρατηγός Παρασκευόπουλος διέταξε την άμεση μετακίνηση του πυροβολικού εμπρός, ώστε να πλησιάσει στα 3 χιλιόμετρα από το μέτωπο όπου και άρχισε το βομβαρδισμό των τουρκικών θέσεων από τις έξι το απόγευμα!
Παράλληλα ο μέραρχος Μοσχόπουλος κατάφερε να προωθήσει αρκετά τις δυνάμεις του ώστε να αποτελεί θανάσιμη απειλή για ολόκληρη την εχθρική παράταξη.
Οι τρεις κεντρικές μεραρχίες έφτασαν στα χίλια μόλις μέτρα από τα χαρακώματα του εχθρού παρά τη βροχή και τα καταιγιστικά πυρά.
Η νίκη πλησίαζε!
Τότε ο Οθωμανός δοικητής πανικοβλήθηκε και διέταξε υποχώρηση μέσα στη νύκτα. Λόγω του σκότους και της βροχής, η υποχώρηση δεν έγινε γρήγορα αντιληπτή από την Ελληνική διοίκηση ώστε να προκληθούν πρόσθετες απώλειες για τους Τούρκους.
Οι Τούρκοι μέσα στη βιασύνη τους άφησαν πίσω αρκετούς τραυματίες και όλο το πυροβολικό τους.
Πέρασαν βιαστικά μέσα από τα Σέρβια εκτελώντας πρόκριτους της περιοχής και δεν στάθηκαν να καταστρέψουν ούτε τη γέφυρα του Αλιάκμονα, αφήνωντας την οδό προς Κοζάνη ανοικτή για το νικηφόρο Ελληνικό Στρατό.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Το σχέδιο της μάχης ήταν καλό αλλά λιγάκι περίπλοκο για τον Ελληνικό Στρατό που είχε να δώσει μάχη για αρκετά χρόνια.
Παρά τις δυσκολίες πάντως ο θρίαμβος των Ελληνικών όπλων ήταν τεράστιας σημασίας.
Όχι μόνο εξύψωσε το ηθικό των Ελλήνων αλλά άνοιξε τον δρόμο προς τη Θεσσαλονίκη και ουσιαστικά σε ολόκληρη τη Μακεδονία!
Αυτό το ενδεχόμενο θα διπλασίαζε την Ελλάδα σε έδαφος και πληθυσμό και θα ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να βγει η χώρα από το οικονομικό αδιέξοδο.
Η ταχύτατη προέλαση όντως των Ελλήνων σε συνδυασμό με την απουσία ισχυρών Οθωμανικών δυνάμεων στη περιοχή χάρισε μια εύκολη νίκη έξω από τα Γιαννιτσά και στη συνέχεια την άνευ όρων παράδοση της Τουρκικής φρουράς της πρωτεύουσας της Μακεδονίας.
Οι Τούρκοι είχαν την απειλή των Βουλγάρων κοντά στη Κωνσταντινούπολη και δε μπορούσαν να αποστείλουν ενισχύσεις στη Θεσσαλονίκη.
Αυτές οι νίκες και η εύκολη κατάληψη της Θεσσαλίας, κεντρικής και δυτικής Μακεδονίας αλλά και της Θεσσαλονίκης, ανέβασαν το κύρος της Ελλάδος στις μεγάλες δυνάμεις αλλά ήταν και η ουσιαστική αφορμή για τον επόμενο μεγάλο πόλεμο του Ελληνισμού, το Β΄ Βαλκανικό με αντίπαλο αυτή τη φορά τη προστατευόμενη της Ρωσίας, Βουλγαρία που τόσο επιθυμούσε να κυριαρχήσει στη μεγαλούπολη του Βορρά.
------------------------------
Η Μάχη του Σαραντάπορου
…Η πρώτη μεγάλη νίκη των Ελλήνων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ – ΤΟ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ
Η έκρηξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου στις 5 Οκτωβρίου του 1912 υπήρξε αποτέλεσμα της καταπίεσης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στους πολυπληθείς χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας, αλλά οφειλόταν και στο πλήρες διοικητικό και οικονομικό αδιέξοδό της.
Η Βουλγαρία (βασιλιάς Φερδινάρδος), η Σερβία (βασιλιάς Πέτρος) και το Μαυροβούνιο (βασιλιάς Νικόλαος) είχαν συμπήξει στις 13 Μαρτίου 1912 μια ισχυρή Συμμαχία υπό την καθοδήγηση της Ρωσικής διπλωματίας που προωθούσε την ιδεολογία του Πανσλαβισμου.
Η Συμμαχία αυτή στρεφόταν άμεσα κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε ως στόχο την διανομή των Μακεδονικών εδαφών της.
Στην Ελλάδα μετά από μια ρευστή περίοδο πολιτικής αστάθειας που προκλήθηκε από το στρατιωτικό κίνημα του 1909, είχε σχηματιστεί μια ισχυρή Κυβέρνηση υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ο οποίος σε συνεργασία με τον Βασιλιά Γεώργιο χειριζόταν και τα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Ο Βενιζέλος έδειξε να αιφνιδιάζεται από την Βαλκανική σλαβική συμμαχία, αλλά αντιλήφθηκε πλήρως την σημασία της.
Με γρήγορες ενέργειες και αποφασιστικές διαπραγματεύσεις, η Ελληνική διπλωματία κατάφερε έναν θρίαμβο καθώς την ύστατη στιγμή (Ιούνιος 1912) κατάφερε να ενταχθεί στην συμμαχία αυτή (1) χωρίς σοφά να ορίσει εκ των προτέρων τα μελλοντικά εδαφικά της κέρδη σε περίπτωση νίκης.
Οι αφορμές για την Βαλκανική σύγκρουση δεν άργησαν να δοθούν, όταν οι Οθωμανικές Αρχές προέβησαν σε σφαγές Χριστιανών στην Σερβική πόλη Κότσανα, ενώ η κατάσταση ήταν έκρυθμη για τους χριστιανούς στην περιοχή της Αλβανίας.
Με ένα αυστηρό τελεσίγραφο προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία που επιδόθηκε από τους πρεσβευτές τους στην Κωνσταντινούπολη, οι τρεις βαλκανικές χώρες ζητούσαν ουσιαστικά την αυτονομία της Μακεδονίας.
Οι νεότουρκοι μέσω του Σουλτάνου απέρριψαν το περιεχόμενο της Διακοίνωσης και κήρυξαν επιστράτευση, ενθαρρυμένοι από τις Μεγάλες Δυνάμεις που προειδοποιούσαν ότι δεν θα επέτρεπαν την αλλαγή του εδαφικού status qvo στην Μακεδονία.
Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι επιστρατεύτηκαν και ετοιμάστηκαν για πόλεμο, αδιαφορώντας για τις προσπάθειες αποτροπής του πολέμου που έγιναν από το σύνολο των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.
Η πολιτική και στρατιωτική αυτή κλιμάκωση αιφνιδίασε τον Βενιζέλο, ο οποίος κατά δήλωση του στο κοινοβούλιο δεν επιθυμούσε την ρήξη εκείνη την χρονική στιγμή λόγω του απαράσκευου του Ελληνικού Στρατού.
Δεν μπορούσε όμως να μείνει αμέτοχος σε μια τέτοια εξέλιξη.
Με την στήριξη του Βασιλιά Γεωργίου του Α΄, υπέγραψε το διάταγμα της επιστράτευσης στις 17 Σεπτεμβρίου 1912.
Η επιστράτευση διεξήχθη με τάξη και υποδειγματικό τρόπο και με αληθινό ενθουσιασμό εκ μέρους όλων των Ελλήνων, που προσέρχονταν αθρόα και αυθόρμητα με πίστη στον σκοπό του Αγώνα. Να σημειωθεί η εθελοντική συμμετοχή 3.500 Ελλήνων από την Κρήτη (2), 500 εθελοντών από την Ήπειρο, πολλών άλλων από την Μακεδονία, την Κύπρο (1500 εθελοντές, ανάμεσα τους ο 40χρονος δήμαρχος Λεμεσού Χριστόδουλος Σώζος που σκοτώθηκε στο Μπιζάνι), την Αίγυπτο αλλά και πολλών μεταναστών από την μακρινή Αμερική* [Βλέπε σχετική σημείωση στο τέλος της παρούσας ανάρτησης].
Συγκινητική ήταν και η συμμετοχή 2.200 Ευρωπαίων εθελοντών (ερυθροχιτώνων) που συνέστησαν το σώμα των Γαριβαλδινών υπό τον Ιταλό Φιλέλληνα στρατηγό Ριτσιότι Γαριβάλδι.
Όλες οι μονάδες συμπληρώθηκαν στον προβλεπόμενο χρόνο και μεταφέρθηκαν σιδηροδρομικά στα ελληνοτουρκικά σύνορα στην Θεσσαλία, όπου τέθηκαν υπό της διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και του Γενικού του
Επιτελείου.
[Υποστράτηγος Δαγκλής, Αντισυνταγματάρχης Δούσμανης, Λοχαγοί Ιωάννης Μεταξάς και Ξενοφών Στρατηγός].
Ο Ελληνικός Στρατός ήταν δυνάμεως 100.000 ανδρών οργανωμένων σε 63 τάγματα πεζικού με 32 πυροβολαρχίες και 8 ίλες ιππικού.
Ο αντίστοιχος τουρκικός ανερχόταν σε 35.000 άνδρες σχηματίζοντας 43 τάγματα πεζικού με 12 ίλες ιππικού και 35 πυροβολαρχίες.
Οι Τούρκοι είχαν επιλέξει να μην ενισχύσουν αποφασιστικά το Ελληνικό μέτωπο αφού πίστευαν ότι οι Έλληνες δεν ήταν η βασική απειλή.
Ο όγκος του Τουρκικού στρατού παρατάχθηκε ενάντια στην Βουλγαρία για να προστατευθεί αποτελεσματικά και η Κωνσταντινούπολη.
Ήδη από το πρωινό της 5η Οκτωβρίου μετά και την επίσημη κήρυξη πολέμου που υπέγραψε ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄, τα Ελληνικά στρατεύματα είχαν ανατρέψει την Ελληνοτουρκική μεθόριο καταλαμβάνοντας τα τουρκικά συνοριακά φυλάκια χωρίς να συναντήσουν σοβαρή αντίσταση.
Στις 6 Οκτωβρίου, μετά από μια αποφασιστική προώθηση των Ελληνικών δυνάμεων, απελευθερώθηκε η Ελασσόνα και η Δεσκάτη.
Ο Τουρκικός στρατός δεν αντέταξε σοβαρή αντίσταση, αλλά αποσύρθηκε προς τα στενά του Σαρανταπόρου, όπου υπήρχε η ελπίδα ότι η φύσει ισχυρή τοποθεσία θα βοηθούσε την αμυντική του προσπάθεια.
Η ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΤΟΥ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟΥ
Στις 8 Οκτωβρίου 1912, μετά από τέσσερις μέρες συνεχούς πορείας, ο Ελληνικός Στρατός αντίκρισε τα στενά του Σαρανταπόρου (σεϊτάν μπουγάζ = τα στενά του διαβόλου στα Τουρκικά).
Η τοποθεσία ονομάστηκε έτσι από τον ομώνυμο ποταμό που σύμφωνα με τον ταγματάρχη Ν. Σχινά “διασταυρώνεται τεσσαρακοντάκις μετά της ημιονικής οδού”.
Η τοποθεσία αυτή είναι εκ φύσεως οχυρή προσφέρεται για ισχυρή άμυνα, με εξαίρετα πεδία βολής προ αυτής.
Την είχαν διαλέξει και οχυρώσει Γερμανοί αξιωματικοί ως την προσφορότερη για να ανακοπεί η προέλαση των Ελλήνων.
Τα στενά βρίσκονταν ανάμεσα στα Πιέρια όρη (821 μ.) και τα Καμβούνια όρη (1139 μ.) που σχημάτιζαν ένα προστατευτικό απροσπέλαστο ορεινό τείχος.
Ο Γερμανός στρατηγός Φον Γκολτς επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής (3), προέβλεπε ότι τα στενά θα αποτελούσαν τον τάφο του Ελληνικού Στρατού.
Ο Τουρκικός Στρατός αποτελούμενος από 2 μεραρχίες και το τουρκικό πυροβολικό αναπτύχθηκαν τόσο στις πλαγιές των βουνών όσο και κατά πλάτος των στενών.
Αν συνυπολογιστεί το γεγονός ότι η κοιλάδα του Σαρανταπόρου που κείτεται μπροστά στο σύμπλεγμα αυτό, είναι εντελώς επίπεδη και άδενδρη, με πολλές εδαφικές πτυχώσεις και χαράδρες, αντιλαμβάνεται κανείς τις αντικειμενικές δυσκολίες του εγχειρήματος της επίθεσης.
Η αριθμητική υπεροχή των Ελλήνων εκμηδενιζόταν λόγω της εύνοιας που παρείχε η περιοχή στον αμυνόμενο.
Ο Ελληνικός Στρατός όφειλε να βαδίσει ακάλυπτος σε μια επίπεδη μεγάλη απόσταση, βαλλόμενος σφοδρά από παρακείμενη ορεινή και επαρκώς οχυρωμένη τοποθεσία.
ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΕΛΑΣΗΣ
Ο Διάδοχος Κωνσταντίνος Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Στρατού, και το Γενικό Επιτελείο (Δούσμανης, Μεταξάς, Στρατηγός) εγκαταστάθηκαν στο χάνι του Χατζηγώγου που βρισκόταν λίγα χιλιόμετρα από την τοποθεσία των στενών, έχοντας επαφή με τις μονάδες και την τοποθεσία.
Από εκεί εξέδωσαν το σχέδιο μάχης που σε γενικές γραμμές προέβλεπε κατά μέτωπο προέλαση στην κυρίως τοποθεσία με τρεις μεραρχίες 1η [Υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης], 2η [Υποστράτηγος Καλλάρης], 3η [Υποστράτηγος Δαμιανός], στο αριστερό άκρο την 4η Μεραρχία [Υποστράτηγος Μοσχόπουλος], με ταυτόχρονη ευρεία υπερκερωτική ενέργεια από το αριστερό άκρο προς Λαζαράδες με το απόσπασμα ευζώνων Γεννάδη και την ταξιαρχία ιππικού του Σούτσου στην ίδια κατεύθυνση, και από το δεξί με ένα απόσπασμα ευζώνων και την 6η Μεραρχία [Υποστράτηγος Μηλιώτης] σε εφεδρεία.
Το σχέδιο ήταν ομολογουμένως καλό, καθώς προέβλεπε μια σωστή κυκλωτική ενέργεια που αν διεξαγόταν με αποφασιστικότητα ίσως κατέστρεφε πλήρως τον Τουρκικό στρατό.
Είναι αλήθεια ότι το Γενικό στρατηγείο δεν καθόριζε αυστηρά τους όρους διεξαγωγής της κυκλωτικής ενέργειας αλλά έδινε την ευθύνη στον υποστράτηγο Μοσχόπουλο, που όφειλε να αποφασίσει επί τόπου.
Η εφαρμογή του σχεδίου στην πράξη στέφθηκε με σχετική μόνο επιτυχία και λίγο έλειψε να εξελιχθεί σε τραγωδία για τα Ελληνικά όπλα και κατ’ επέκταση για το Ελληνικό έθνος.
Η ΕΠΙΚΗ ΠΡΟΕΛΑΣΗ
Στις 07:00 το πρωί της 9ης Οκτωβρίου οι τρεις μεραρχίες που έφεραν το βάρος της κεντρικής προσπάθειας ξεκίνησαν εγκαίρως και με ακράτητο ενθουσιασμό για να πετύχουν τους αντικειμενικούς τους σκοπούς.
Όταν μάλιστα ο διοικητής της 1ης Μεραρχίας Υποστράτηγος Μανουσογιαννάκης είδε τους οπλίτες του να διστάζουν, κινήθηκε έφιππος μπροστά με το ξίφος προτεταμένο φωνάζοντας “Εμπρός παιδιά! για την Ελλάδα!”.
Η πρώτη απρόσμενη δυσχέρεια παρουσιάστηκε όταν οι Ελληνικοί σχηματισμοί που ανέλαβαν την κυκλωτική προσπάθεια καθυστέρησαν αποφασιστικά να εμπλακούν.
Για την ακρίβεια η ταξιαρχία ιππικού του Σούτσου δεν μετακινήθηκε καθόλου την ημέρα της προέλασης με προσωπική ευθύνη του υπέργηρου Διοικητή της που σύντομα αντικαταστάθηκε στα καθήκοντα του.
Αυτό όμως που προσέδωσε ένα επικό στοιχείο στον αγώνα ήταν η αποτυχία του Ελληνικού πυροβολικού να ταχθεί σε επίκαιρο σημείο και να υποστηρίξει την προέλαση με πυρά λόγω της ανωμαλίας που παρουσίαζε το έδαφος που προοριζόταν να ταχθεί.
Όταν τις πρώτες απογευματινές ώρες αναπτύχθηκαν επαρκώς οι μοίρες του Ελληνικού πυροβολικού, οι βολές του έπληξαν δύο Ελληνικούς λόχους του 5ου Συντάγματος.
Με παρέμβαση του διοικητή του πυροβολικού Συνταγματάρχη Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, το πυροβολικό πλησίασε στα 3.000 μέτρα και ανέπτυξε σοβαρή δραστηριότητα μετά τις 18.00 το απόγευμα.
Έτσι οι οπλίτες των τριών Ελληνικών μεραρχιών που επιτίθονταν κατά μέτωπο, αναγκάστηκαν να βαδίσουν στην δύσβατη κοιλάδα του Σαρανταπόρου ακάλυπτοι υπό τα εχθρικά φονικά πυρά.
Η συνεχής βροχή μετέβαλλε το έδαφος σε βούρκο δυσκολεύοντας περαιτέρω την πορεία των Ελλήνων.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες και τις απρόσμενες δυσκολίες η αδάμαστη Ελληνική ψυχή έδειξε το μεγαλείο της.
Οι τρεις Ελληνικές μεραρχίες επέδειξαν απαράμιλλη ανδρεία και αψηφώντας τα καταιγιστικά εχθρικά πυρά και τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, βαδίζοντας μέσα σε μια κόλαση πυρός και θανάτου, έφτασαν τελικά μόλις χίλια μέτρα από τις εχθρικές θέσεις όπου και διανυκτέρευσαν υπό συνεχή βροχή, πληρώνοντας όμως με βαριές απώλειες κάθε κερδισμένο τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Στις μεσημεριανές ώρες, ενώ πλησίαζαν τις οχυρωμένες θέσεις του εχθρού, οι Έλληνες δέχτηκαν και πυρά πεζικού από Τουρκικά τμήματα, που όμως τα ανέτρεψαν εύκολα.
Λίγο μετά το μεσημέρι η 4η Μεραρχία (5) υπό τον Μέραρχο Μοσχόπουλο ανέλαβε πρωτοβουλία και διεξήγαγε με επιτυχία τον κυκλωτικό ελιγμό στην τοποθεσία Λιβαδερό απειλώντας αποτελεσματικά το αριστερό τμήμα της τουρκικής διάταξης.
Τα πρωτοπόρα Συντάγματα της 4ης Μεραρχίας μέσα σε 10 ώρες κάλυψαν μια απόσταση 25 χιλιομέτρων υπερφαλαγγίζοντας αποφασιστικά τους Τούρκους από αριστερά με κατευθυνση προς Σέρβια.
Η νύχτα που ακολούθησε βρήκε τους Έλληνες οπλίτες κατάκοπους και εξαντλημένους από την εξαήμερη συνεχή προέλαση και την μάχη υπό βροχή, να διανυκτερεύουν στις πλαγιές της τοποθεσίας για την συνέχιση της επίθεσης την επόμενη ημέρα.
Οι Τούρκοι συνέχιζαν τα σποραδικά πυρά όλη την νύχτα, εντείνοντας τον εκνευρισμό των Ελλήνων οπλιτών της πρώτης γραμμής.
Το τσουχτερό κρύο και η συνεχής βροχή, η αβεβαιότητα της αυριανής επίθεσης, οι κραυγές και οι οιμωγές των τραυματισμένων στο πεδίο της μάχης που δεν δέχονταν ιατρική περίθαλψη, μετέβαλλαν την νύχτα σε ένα αληθινό μαρτύριο για τους οπλίτες.
Ο Αλβανικής καταγωγής Αρχιστράτηγος του Τουρκικού στρατού Ταξίν πασάς όμως, φοβούμενος πιθανή κύκλωση του στρατού του από την 4η μεραρχία, διέταξε βιαστικά τον στρατό του να υποχωρήσει μέσα στην νύχτα, κίνηση που δεν έγινε αντιληπτή από τους Έλληνες λόγω της πυκνής ομίχλης.
Ο Τουρκικός στρατός υποχώρησε μέσα σε πανικό και διάλυση, αφήνοντας πίσω του ως λάφυρο το σύνολο σχεδόν, του πυροβολικού του.
Ήταν τέτοιος ο πανικός των Τούρκων κατά την φυγή τους, που παρέλειψαν να καταστρέψουν την μεγάλη σιδερένια γέφυρα του Αλιάκμονα, επιτρέποντας στους Έλληνες να τους καταδιώξουν πιο αποτελεσματικά.
Έτσι έληξε νικηφόρα η μάχη του Σαρανταπόρου εξασφαλίζοντας την κρίσιμη περιοχή στα τιμημένα Ελληνικά όπλα.
Σύμφωνα με την Πολεμική έκθεση του Γ.Ε.Σ. (6) οι Έλληνες είχαν πολύ βαριές απώλειες με 187 νεκρούς και 1077 τραυματίες.
Η συντριπτική πλειοψηφία των απωλειών προερχόταν από τις τρεις μεραρχίες του κέντρου που θερίστηκαν κυριολεκτικά από το εχθρικό πυροβολικό.
Αμέσως μετά την νίκη αυτή στις 10 Οκτωβρίου 1912 απελευθερώθηκαν οι σημαντικές Ελληνικές πόλεις Σέρβια και Κοζάνη.
Στα Σέρβια οι Τούρκοι υποχωρώντας εκτέλεσαν τους Έλληνες προκρίτους της πόλης, των οποίων τα πτώματα αντίκρυσαν οι προφυλακές του Ελληνικού Στρατού στην είσοδο της πόλης.
Οι Έλληνες κάτοικοι της πόλης πλιατσικολόγησαν τις περιουσίες των Τούρκων μετά την αποχώρηση πολλών με την υποχώρηση του Τουρκικού στρατού.
Το πλιάτσικο αυτό σταμάτησε με την προσωπική επιτόπια επέμβαση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, ο οποίος μάλιστα χτύπησε με το μαστίγιο πολίτη που έκλεβε μπροστά στα μάτια του.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
Η σημασία της νίκης των τιμημένων Ελληνικών όπλων στο Σαραντάπορο ήταν καθοριστική όχι μόνο για την έκβαση του ίδιου του πολέμου αλλά και για το παρόν και μέλλον της Ελληνικής φυλής.
Η νίκη αυτή αναπτέρωσε το ηθικό και την αυτοπεποίθηση των Ελλήνων οπλιτών και αξιωματικών, ενώ ο δρόμος για την Θεσσαλονίκη ήταν πλέον ορθάνοιχτος, χωρίς άλλο σοβαρό φυσικό εμπόδιο.
Η ανώτατη ηγεσία του Γενικού Επιτελείου κέρδισε την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στρατιωτών.
Ο Ελληνικός Στρατός ξέπλυνε την ντροπή του επαίσχυντου 1897, οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης άρχισαν να λογαριάζουν τον Ελληνικό Στρατό ως σημαντικό παράγοντα στα Βαλκάνια, ενώ όλο το Ελληνικό Έθνος πίστεψε ξανά στις δυνάμεις του και στην ζωοφόρο Μεγάλη Ιδέα.
ΕΠΙΜΕΤΡΟΝ – ΟΙ ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ
Πολλές ενδιαφέρουσες μονογραφίες έχουν δει το φως της δημοσιότητας σχετικά με την στρατηγική του Γενικού Επιτελείου στην μάχη του Σαρανταπόρου.
Θα επικεντρωθούμε σε δυο σημεία της κριτικής. Το ένα αφορά την αποτυχία του πυροβολικού να συνδράμει με φίλια πυρά την προέλαση του πεζικού και το άλλο στην καθυστέρηση του κυκλωτικού ελιγμού.
Κατά την γνώμη ενός έγκυρου στρατιωτικού αναλυτή (Καρύκας), η κατά μέτωπο επίθεση ήταν περιττή και αρκούσε μόνο ο ελιγμός για να επιφέρει την κατάρρευση του εχθρικού τομέα.
Την ίδια γνώμη εξέφρασε και ο στρατηγός Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του, που έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς ως επιτελικός Λοχαγός της 6ης Μεραρχίας.
Ίσως είναι λίγο υπερβολικές οι αιτιάσεις αυτές.
Η τοποθεσία δεν είχε σημείο υπερκέρασης η έδαφος ευνοϊκό για πλευρική επιθετική ενέργεια.
Άλλωστε, φαίνεται λίγο απίθανο οι Τούρκοι να έμεναν απαθείς θεατές σε μια προσπάθεια κύκλωσης τους.
Προφανώς θα κινούνταν στο απειλούμενο σημείο με ενισχύσεις από όλο τους το μέτωπο το οποίο δεν θα δεχόταν καμία πίεση.
Η κίνηση της 4ης Μεραρχίας απλά απείλησε με κύκλωση, από μια τοποθεσία που παρουσίαζε επίσης μεγάλες δυσκολίες, αλλά δεν ήταν τόσο επαρκώς οχυρωμένη.
Όσον αφορά την μη έγκαιρη εμπλοκή του Ελληνικού πυροβολικού στον αγώνα δημιουργήθηκε μια έντονη παραφιλολογία με καταφανείς πολιτικές προεκτάσεις.
Συγκεκριμένα το Γενικό Επιτελείο είχε καταστήσει υπεύθυνο για το πυροβολικό τον υποστράτηγο Παρασκευόπουλο γνωστό μετέπειτα Βενιζελικό αξιωματικό που έλαβε μέρος στο Κίνημα της άμυνας το 1916.
Ο ίδιος στα απομνημονεύματα του κατηγορεί το Γενικό Επιτελείο ότι του υπέδειξε λανθασμένη τοποθεσία για να αναπτύξει το πυροβολικό του, λάθος ο οποίος διόρθωσε με την επιτόπια επέμβαση του(7), βρίσκοντας το σωστό μέρος.
Η καθυστέρηση προήλθε από το ανώμαλο του εδάφους που δυσχέρανε την ομαλή μεταφορά των πυροβόλων.
Ο Πάγκαλος στα απομνημονεύματα του με μεγάλη ευκολία υιοθετεί τις αιτιάσεις αυτές κυρίως λόγω του φανερού μίσους του κατά του Δούσμανη που ήταν επικεφαλής του επιτελείου.
Πάντως στις ημερήσιες διαταγές που μνημονεύει η Ιστορία του Ελληνικού Στρατού, δεν αναφέρεται πουθενά η οδηγία αυτή.
Άλλωστε, κατά την διάρκεια όλου του πολέμου το Γενικό Επιτελείο εξέδιδε πολύ γενικές διαταγές αφήνοντας – κακώς όπως αποδείχθηκε πολλές φορές– την πρωτοβουλία στους διοικητές των σχηματισμών που είχαν επί τόπου την αντίληψη του χώρου.
Αλλά και αν ακόμα δόθηκε η οδηγία αυτή για την παράταξη του πυροβολικού, ο Παρασκευόπουλος όφειλε να ελέγξει εγκαίρως το ορθό της, ειδικά αφού όλοι ήξεραν την ανακρίβεια των παλαιών αυστριακών χαρτών της περιοχής που χρησιμοποιούσε ο Ελληνικός Στρατός και το Γενικό Επιτελείο.
Η απειρία των στελεχών και το απρόσμενο που κατά κανόνα χαρακτηρίζει όλες τις πολεμικές αναμετρήσεις συνετέλεσε στην σύγχυση και στα λάθη που έγιναν.
Η πολιτική χροιά της φανατικής αντιπαράθεσης Βενιζελικών – Αντιβενιζελικών είναι και εδώ φανερή, με θύμα την ψύχραιμη εξέταση των ιστορικών γεγονότων…
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
(1) Ο μοναδικός λόγος που οδήγησε την Βουλγαρία του πραγματιστή Πρωθυπουργού Γκέσωφ να δεχτεί την Ελλάδα ήταν ο ισχυρός Ελληνικός στόλος που θα είχε αποστολή να περιορίσει των αντίστοιχο Τουρκικό, ώστε να παρεμποδιστεί η μεταφορά Τουρκικών στρατευμάτων και προμηθειών από την Μικρά Ασία.
(2) Ακόμη η Κρήτη τελούσε υπό την υψηλή κυριαρχία του Σουλτάνου.
(3) Η πολιτική και οικονομική διείσδηση της Γερμανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πολύ σημαντικότερη από όσο μπορούμε να φανταστούμε. Γερμανοί επιστήμονες σε σχεδόν όλα τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, εργάζονταν στην Αυτοκρατορία ως βοήθεια του αυτοκράτορα Γουλιέλμου που επιθυμούσε την ακεραιότητα της και την εξασφάλιση των μεγάλων Γερμανικών οικονομικών συμφερόντων στην περιοχή.
(4) Αυθεντική λογοτεχνική αφήγηση του ανταποκριτή των Τάιμς Κρόφορντ Πράις: «….εν μέσω της δολοφονικής βροχής, της πιπτούσης εκ των υπέρ αυτούς υψωμάτων, ενώ οι σύντροφοι των έκειντο παρά το πλευρόν αυτών, άλλοι νεκροί και άλλοι τραυματίαι, οιμώζοντες εκ των πόνων τεθραυσμένης ή επικαλούμενοι μεγαλοφώνως τον θάνατον ως λυτρωτήν των δεινών των…οι νεκροί και οι τραυματίαι απέμειναν εις την τύχην των, πανταχόθεν δε η ατμόσφαιρα εδονείτο υπό κραυγών και οιμωγών και κατάρων….».
(5) Με την 4η Μεραρχία πολέμησε ο μετέπειτα Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς και ο γνωστός λογοτέχνης Ανδρέας Καρκαβίτσας.
(6) “… Όταν έκαμα την αναγνώρησιν προηγούμην και αυτών των ανιχνευτών του Πεζικού…”, από γράμμα του Παρασκευόπουλου στην γυναίκα του.
(7) Τα σχετικά στοιχεία που αναγράφονται στην βικιπεδία και κυκλοφορούν στο διαδίκτυο γενικότερα, ελέγχονται ως ανακριβή.
ΠΗΓΕΣ – ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γ. Ε. Σ., Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913 (τ. Α΄).
Γ. Ε. Σ. Βαλκανικοί πόλεμοι 1912 – 1913 Ελληνική Λαϊκή εικονογραφία.
Γαβριήλ Συντομόρου, Σαραντάπορο – Κιλκίς – Λαχανάς οι πρώτες μας νίκες, εκδόσεις “Ζήτρος” (αξίζει να το προμηθευτείτε. απλά εξαιρετικό).
National Geographic, 1912-1913, η μεγάλη εξόρμηση.
Λεωνίδας Παρασκευόπουλος, Βαλκανικοί Πόλεμοι (επιστολές στην σύζυγο του Κούλα), εκδόσεις “Καστανιώτη”.
Κρώφορντ Πράις, Βαλκανικοί αγώνες, εκδόσεις “Εκάτη”.
Παντελής Καρύκας, Βαλκανικοί Πόλεμοι, εκδόσεις “Περισκόπιο”.
Τσερπές Θεόδωρος, Ιστορία της πόλεως Μεσσήνης.
* Το κείμενο αυτό, μαζί με 2 ακόμη που θα ακολουθήσουν, έχει ως στόχο την διατήρηση της μνήμης των 2 προγόνων μου, που ενώ βρίσκονταν στην Αμερική, όταν ξεκίνησε η επιστράτευση για την εξόρμηση του Έθνους έκλεισαν το κατάστημα που διατηρούσαν και επέστρεψαν στην Ελλάδα. Κατατάχθηκαν, πολέμησαν ηρωικά και σκοτώθηκαν στην μάχη των Γιαννιτσών. Είθε να είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει.
Ι Β. Δ.
------------------------------
  
 
 


Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς (1845-1918) ήταν ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Γόνος της ευγενούς Αλβανικής δυναστείας των Μεσαρέ, σπούδασε στη Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.
Ως αξιωματικός του οθωμανικού στρατού υπηρέτησε για σαράντα χρόνια στην Κρήτη, τη Θεσσαλία, την Κωνσταντινούπολη, την Ήπειρο, την Αλβανία, τη Συρία και την Υεμένη.
Τον καιρό του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου ήταν διοικητής της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας. Μετά την εκβίαση των Στενών του Σαρανταπόρου από τον Ελληνικό Στρατό, ο τουρκικός στρατός συμπτύχθηκε στην τοποθεσία των Γιαννιτσών, όπου έδωσε αμυντική μάχη με σκοπό να ανακόψει την πορεία του Ελληνικού Στρατού προς τη Θεσσαλονίκη.
Η Ελληνική νίκη όμως ήταν αποφασιστική και αυτό ώθησε τον Χασάν Ταχσίν Πασά να συνθηκολογήσει άνευ όρων και να παραδώσει την πόλη της Θεσσαλονίκης και 25.000 αιχμαλώτους στον Ελληνικό Στρατό, ενέργεια για την οποία καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο ως προδότης.
Η παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της Θεσσαλονίκης, που αποτελούσε μήλο της έριδος των βαλκανικών κρατών, κατέστησε την Ελλάδα το μεγάλο κερδισμένο του πολέμου.
Το πρωτόκολλο της παράδοσης έχει χαθεί από τα αρχεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού, αλλά σώζεται ανυπόγραφο αντίγραφο στα γαλλικά.
Μετά το πέρας των πολέμων έζησε στη Γαλλία και κατόπιν στην Ελβετία, όπου στάλθηκε από την κυβέρνηση Βενιζέλου για λόγους ασφάλειας και υγείας. Πέθανε στη Λωζάννη το 1918.
Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1937 στον οικογενειακό τάφο των Μεσαρέ στο αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας στη Θεσσαλονίκη και, όταν το νεκροταφείο καταπατήθηκε, το 1983, στο οστεοφυλάκιο της Μαλακοπής.
Από το 2002 βρίσκονται θαμμένα στο Στρατιωτικό Νεκροταφείο των Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα κοντά στη βίλα Μοδιάνο, που σήμερα λειτουργεί ως Μουσείο Βαλκανικών Πολέμων.
Είχε νυμφευτεί εξισλαμισμένη Ελληνίδα και γιος του ήταν ο ζωγράφος Κενάν Μεσαρέ. Πηγή.
------------
Στις 26 0κτωβρίου 1912 το βράδυ, και ενώ ο Ίωνας Δραγούμης, έφεδρος τότε δεκανέας, καθαρόγραφε το Πρωτόκολλο Παράδοσης της Θεσσαλονίκης στον Ελληνικό Στρατό για να το υπογράψει ο Τούρκος Στρατιωτικός διοικητής Χασάν Ταξίν πασάς και οι Έλληνες πληρεξούσιοι Β. Δούσμανης και Ι. Μεταξάς, ένας υψηλόβαθμος Βούλγαρος αξιωματικός ζήτησε μυστικά να υπογράψει ο Τούρκος διοικητής και με τους Βούλγαρους ανάλογο πρωτόκολλο παράδοσης της Θεσσαλονίκης υποσχόμενος πολλά και πλούσια ανταλλάγματα και ευνοϊκούς όρους.
Ο Χασάν Ταξίν πασάς, όπως μαρτυρεί ο γιός του Κενάν Μεσαρέ που ήταν παρών στη συνάντηση αυτή, απέρριψε αμέσως την πρόταση λέγοντας την ιστορική φράση: «Από τους Έλληνες πήραμε τη Θεσσαλονίκη, σ’ αυτούς θα την επιστρέψουμε».
Οι Βούλγαροι όμως, όπως είναι γνωστό, με διάφορες προφάσεις κατόρθωσαν να πάρουν άδεια από τον Έλληνα στρατιωτικό διοικητή και να εγκατασταθούν προσωρινά στην πόλη επικαλούμενοι τις άσχημες καιρικές συνθήκες κ.λπ..
Όμως οι μέρες περνούσαν και οι Βούλγαροι όχι μόνο δεν έφευγαν από τη Θεσσαλονίκη αλλά άρχισαν να ετοιμάζουν και μόνιμες εγκαταστάσεις στην πόλη για την εξυπηρέτηση των στρατιωτών τους, όπως Τράπεζα, νοσοκομείο κ.λπ..
Στόχος τους ήταν, σε δεδομένη στιγμή, να ανατρέψουν την Ελληνική διοίκηση και να καταλάβουν αυτοί την εξουσία στη Θεσσαλονίκη όπου ακόμα δεν είχε σταθεροποιηθεί η όλη κατάσταση ελέγχου διαφόρων πηγών ανωμαλίας στην πόλη.
Τη λύση έδωσε τότε ο Στρατιωτικός διοικητής της Θεσσαλονίκης στρατηγός Κωνσταντίνος Καλλάρης
ο οποίος με αυστηρό και λακωνικό τελεσίγραφο προς τον διοικητή των βουλγαρικών στρατευμάτων Θεσσαλονίκης, στις 17 Ιουνίου 1913,έταξε προθεσμία μόλις μιάς ώρας για να εγκαταλείψουν οι Βούλγαροι την πόλη.
Μάταια ο Γάλλος πρόξενος Jousselin παρενέβη να δοθεί παράταση στην προθεσμία αλλά ο Έλληνας στρατηγός ήταν αμετάπειστος.

Μετά από μία ώρα ακριβώς ο Καλλάρης διέταξε τις Ελληνικές μονάδες να βάλλουν κατά των οχυρωμένων μέσα στην πόλη θέσεων των Βουλγάρων αναγκάζοντάς τους να απομακρυνθούν άπαντες ταχύτατα από την πόλη...
Ιστορικοί και στρατιωτικοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι τότε, στις 17 Ιουνίου 1913, ουσιαστικά απελευθερώθηκε η Θεσσαλονίκη.... Απόστολος Παπαγιαννόπουλος. Πηγή.
------------
μια εικόνα, δύο ιστορίες ... [Πηγή].
Η σημερινή ανάρτηση περιλαμβάνει αποσπάσματα από το αφιέρωμα της εφημερίδας ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ “Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ”.
Η εικόνα-σύμβολο της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης στις 26 Οκτωβρίου του 1912. Τον πίνακα ζωγράφισε ο Κενάν Μεσαρέ, γιος του Τούρκου (αλβανικής καταγωγής) στρατηγού Χασάν Ταχσίν πασά, που παρέδωσε στους Έλληνες την πόλη.
Ο Γεώργιος Α΄ εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη στις 29/10/1912. Δίπλα του ο τότε διάδοχος Κωνσταντίνος.
Ο Κενάν Μεσαρέ γεννήθηκε στα Γιάννενα το 1889, μιλούσε άπταιστα τα Ελληνικά, χάρη στην Ελληνίδα μουσουλμάνα μητέρα του αλλά και λόγω της διγλωσσίας που επικρατούσε στην Ήπειρο.
Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Ηπειρωτική πρωτεύουσα, σπούδασε στην περίφημη σχολή Γαλατά Σεράι της Κωνσταντινούπολης και ακολούθησε τον πατέρα του στις πολλές στρατιωτικές μετακινήσεις του ανά την οθωμανική αυτοκρατορία ως υπασπιστής του.
Μάλιστα, κατά την υπογραφή της παράδοσης της Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στην Ελληνική και την Τουρκική αντιπροσωπεία στο Διοικητήριο βρισκόταν και ο ταγματάρχης Κενάν, ο οποίος φέρεται ότι συνέταξε το πρωτόκολλο στα γαλλικά, τα οποία γνώριζε επίσης άπταιστα.
Μετά την ήττα των Τούρκων και την αποχώρησή τους από τη Μακεδονία, ο Κενάν επέλεξε να μείνει στη Θεσσαλονίκη, παίρνοντας την Ελληνική υπηκοότητα.
Στην πόλη έμεινε πάνω από 25 χρόνια, είχε πολλούς φίλους και είχε τη στόφα και τη φήμη του κοσμοπολίτη.
Μετά το γάμο του, το 1934, εγκαταστάθηκε στα Γιάννενα όπου γεννήθηκαν τα παιδιά του.
Όταν πέθανε, θάφτηκε, σύμφωνα με την επιθυμία του, στο αλβανικό νεκροταφείο της Θεσσαλονίκης (στην Τριανδρία), επιστρέφοντας για πάντα στην πόλη που αγαπούσε ιδιαίτερα.
Κενάν Μεσαρέ (1889-1965).
------------
Χασάν Ταχσίν πασάς: Απ’ αυτούς την πήραμε, σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε”.
Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα μουσουλμάνα και ο ίδιος ήταν αλβανικής καταγωγής.
Γνώριζε άπταιστα την Ελληνική γλώσσα, μια και φοίτησε και πήρε απολυτήριο από το Ελληνικό Γυμνάσιο Ιωαννίνων.
Ξεκίνησε ως αγροφύλακας στην Κατερίνη το 1870, κατατάχτηκε ως υπαξιωματικός στον Τουρκικό Στρατό και ανέβηκε σύντομα την κλίμακα της ιεραρχίας.
Διετέλεσε διοικητής της χωροφυλακής Ιωαννίνων, φρούραρχος της Θεσσαλονίκης το 1900, στα χρόνια των νεοτούρκων εξορίστηκε από το σουλτάνο ως φιλελεύθερος στη Συρία, ανέλαβε την αρχηγία στην επαναστατημένη Υεμένη και επέστρεψε το 1910 στη Θεσσαλονίκη ως διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού.
Στις αρχές του Οκτωβρίου, με την Ελληνική προέλαση, αν και βρισκόταν έξω από το στράτευμα, επανήλθε και ανέλαβε την αρχιστρατηγία του Τουρκικού Στρατού.
Ηττήθηκε, όμως, και αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να παραδώσει την πόλη.
------------
Χασάν Ταχσίν (1845-1918).
Ο Ταχσίν Πασάς, μετά την παράδοση της πόλης και την αιχμαλωσία του Τουρκικού Στρατού, κρατήθηκε διακριτικά και με σεβασμό στο Διοικητήριο και δε στάλθηκε μαζί με τους υπόλοιπους Τούρκους αιχμαλώτους αξιωματικούς στην Αθήνα.
Με τη βοήθεια του φίλου του, διακεκριμένου Θεσσαλονικιού της εποχής, Αλέξανδρου Ζάννα, και του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο Χασάν Ταχσίν στάλθηκε για λόγους υγείας στο Εβιάν της Γαλλίας και αργότερα έζησε στη Λοζάνη, όπου συνέγραψε τις αναμνήσεις του. Πέθανε στο τέλος του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Στην αυτοβιογραφία του διαφαίνεται ένας φιλελληνισμός κι ένας έντονος αντιβουλγαρισμός, που επιβεβαιώθηκαν στην πράξη.
Ο Ταχσίν Πασάς αρνήθηκε να συνδιαλλαγεί με τους Βουλγάρους που τον πίεζαν φορτικά να μπουν στην πόλη και αποφάσισε να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες. “Απ’ αυτούς την πήραμε και σ’ αυτούς θα την παραδώσουμε”, είπε, σύμφωνα με την παράδοση, εκείνες τις δύσκολες ώρες.
Στις αναμνήσεις του, ο Τούρκος στρατηγός που έχει συνδέσει το όνομά του με τη μοίρα της πόλης, γράφει τα παρακάτω:
Πιεζόμενος από τα γεγονότα και τις εκκλήσεις αρχών και προξένων, έχοντας αντιληφθεί τον άμεσο κίνδυνο της βουλγαρικής εισβολής και διαπιστώσει την εγκατάλειψη των χαρακωμάτων και τη διασκόρπιση των εφέδρων αφότου νύχτωσε, υπέκυψα για να σώσω τη ζωή χιλιάδων αθώων πλασμάτων και για να προλάβω την καταστροφή της πόλης. Οι απεσταλμένοι του Διαδόχου Κωνσταντίνου έφτασαν στο Διοικητήριο της πόλης κατά τις νυκτερινές ώρες. Το “πρωτόκολλο παραδόσεως” συντάχτηκε στα γαλλικά. Έτσι έληξε άδοξα και συντριπτικά για μας ο αγώνας και θριαμβευτικά για τον αντίπαλο. Η Θεσσαλονίκη χάθηκε αλλά και σώθηκε. Έχω τη συνείδηση ότι έπραξα το καθήκον μου. Η ιστορία ας με κρίνει…
Βέβαια, οι Τούρκοι φόρτωσαν αποκλειστικά την ήττα και την απώλεια της Θεσσαλονίκης στα φιλελληνικά αισθήματα του στρατηγού και του απέδωσαν τη μομφή της εσχάτης προδοσίας.
Ο πικραμένος πασάς δε γύρισε ποτέ στην Τουρκία.
Πέθανε στην Ελβετίατο 1918 και η σωρός του μεταφέρθηκε από την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη, όπου θάφτηκε με τιμές στις “παρυφές της πόλης”, όπως γράφει ο γιος του.
[Στοιχεία πάρθηκαν από το βιβλίο των Β. Νικόλτσιου και Β. Γούναρη “ΑΠΟ ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΑΠΟΡΟ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ”, 2002].
ΧΡΗΣΤΟΣ Ν. ΖΑΦΕΙΡΗΣ από το αφιέρωμα της εφημερίδας ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ “Η ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ”, 12/12/2004
------------
------------
ΚΕΝΑΝ ΜΕΣΑΡΕ. Στον καμβά του άρχοντα-ζωγράφου των Ιωαννίνων.
Στα Γιάννινα άρχοντας, τρυφερός και αγέρωχος.
Στη Θεσσαλονίκη γλεντζές και κοσμοπολίτης. Μισός Αλβανός, μισός Έλληνας. Ο πολυτάλαντος ζωγράφος Κενάν Μεσαρέ ασκεί τη γοητεία της διπλής καταγωγής, της ζωής και της εποχής του.
Ζωγράφος και άρχοντας, Αλβανός με Ελληνικό αίμα από τη μητέρα του και με γιαννιώτικη παιδεία, ένα σπάνιο δείγμα του κοσμοπολιτισμού των Ιωαννίνων, όταν η πόλη «ήταν πρώτη στ' άρματα, τα γρόσια και τα γράμματα», ο Κενάν Ταχσίν Μεσαρέ γίνεται τώρα ευρύτερα γνωστός, χάρη σ' ένα αποκαλυπτικό λεύκωμα, αφιερωμένο στη ζωή και το έργο του, που εκδόθηκε από τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων.
Το αρχοντικό του Κενάν Μεσαρέ στα Γιάννινα δεν υπάρχει πια – όπως και τόσα άλλα γιαννιώτικα αρχοντικά. Ο τάφος του στη Θεσσαλονίκη χάθηκε κι αυτός.
Μένει όμως το έργο του, οι απόγονοί του και η μνήμη του ανεξίτηλα χαραγμένη στις καρδιές και τις μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν και συνέπραξαν στη δημιουργία του λευκώματος.
Ο Κενάν Μεσαρέ ήταν ο γιος του Αλβανού στρατηγού Χασάν Ταχσίν Πασά, του ανθρώπου που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στα χέρια των Ελλήνων και όχι των Βουλγάρων, επειδή πίστευε ότι πρέπει να την παραδώσει στα χέρια αυτών που την έδωσαν.
Ήταν υπασπιστής του πατέρα του, που τον αγαπούσε και ευνόησε την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική.
Έτσι ευτύχησε να γίνει ο ρωμαλέος εικονογράφος της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων το 1912-13 κι αμέσως μετά να δουλέψει για τη χαρτογράφηση των νέων συνόρων της Ελλάδας.
Πήρε την Ελληνική υπηκοότητα και επέστρεψε στα Γιάννινα, όπου παντρεύτηκε την ωραιοτάτη Ραφέτ και πέρασε αποτραβηγμένος το υπόλοιπο της ζωής του.
Κάθε τόσο, αποδρούσε προς τη Θεσσαλονίκη για να δει τους φίλους του και να επιδοθεί σε φοβερά γλέντια που κατέληγαν σε μυστηριώδεις νυχτερινές περιπλανήσεις.
Για τους φίλους του, όμως, ήταν ο επιστήθιος τρυφερός φίλος, ευαίσθητος και ποιητικός, αυτοδίδακτος ζωγράφος, που αποτύπωσε τα τοπία της Λίμνης των Ιωαννίνων, την ποικιλία των ανθρώπινων τύπων στα πορτρέτα του.
Ήταν ο ανεπανάληπτος καλλιτέχνης, όταν επρόκειτο για την απόδοση των νεκρών φύσεων.
Ψηλός, λιπόσαρκος, κομψός για τους γείτονές του, ήταν ο Κενάνμπεης - μια σκιά των παλιών Ιωαννίνων που έσβησε το 1965.
ΚΕΝΑΝ ΜΕΣΑΡΕ
Έργα. «ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ», ΣΕΛ. 152, ΔΕΜ.
Γιος στρατηγού της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αλβανικής καταγωγής, του Χασάν Ταχσίν Πασά, και της Ελληνικής καταγωγής Λαζής, μουσουλμάνας όμως Χατιτζέ Ελμάζ ήταν ο Κενάν Μεσαρέ, αυτοδίδακτος ζωγράφος, που πέρασε τη ζωή του ανάμεσα στα Γιάννενα, όπου γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1965 στο αρχοντικό σεράι των προγόνων του, και στη Θεσσαλονίκη, όπου ετάφη ύστερα από δική του επιθυμία.
Ηταν ζωγράφος νατουραλιστής -δούλευε λάδια και ακουαρέλες. Αφησε πλούσιο έργο πίσω του, αν και πολλοί πίνακές του χάθηκαν στα δύσκολα χρόνια του πολέμου, της Κατοχής και του Εμφυλίου.
Ο Κενάν Μεσαρέ είχε τη συνήθεια να χαρίζει έργα του και για το λόγο αυτό πολλά βρίσκονται σε ιδιωτικές -συνήθως άγνωστες πια- συλλογές.
Οσοι τον γνώρισαν –ανάμεσά τους ο δικός μας Βίκτωρ Νέτας, η γειτόνισσά του Σαφέτ Ντίνο-Μαυρομάτη κ.λπ.-, έχουν να λένε για το λιπόσαρκο της κορμοστασιάς του, την ευγένειά του, την καλοσύνη του, την πολύπλευρη γνώση του, την αυστηρή κρίση του και το ταλέντο του.
Γνώριζε και μιλούσε έξι γλώσσες [Αλβανικά, Τουρκικά, Περσικά, Αραβικά, Γαλλικά και Ελληνικά). Πολύγλωσση ήταν και η γυναίκα του Ραφέτ, η οποία στα δύσκολα χρόνια δίδασκε σε παιδιά των Ιωαννίνων ξένες γλώσσες.
Και κάτι ακόμα: ο πατέρας του ήταν ο στρατηγός που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη, το 1912, στα προελαύνοντα Ελληνικά στρατεύματα αφήνοντας με άδεια χέρια τους Βούλγαρους, που κι αυτοί είχαν πλησιάσει την πόλη και του έταζαν πολλά χρήματα.
Τούτο το λεύκωμα το εξέδωσε η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ιωαννίνων «ως ελάχιστη τιμή στη μνήμη του Κενάν Μεσαρέ».
Γράφουν για τον άνθρωπο και το έργο του, εκτός από τον (τότε) νομάρχη Ιωαννίνων Ν. Χρ. Ζαρμπαλιά, οι: Ίνη Μεσαρέ (γιος του), Π. Παν. Βρέλλης, Βικτ. Νέτας, Τζούλια Σούλη-Τσούρη, Γιάν. Μελανίδης, Λουκία Μαρνέλη, Σαφέτ Ντίνο-Μαυρομάτη.
Μεγάλο μέρος του έργου απεικονίζει στιγμές του πολέμου 1912-13.
………………………………………………………………………
------------
Του δημοσιογράφου Χρίστου Κ. Χριστοδούλου
H εφημερίδα «Μακεδονία» από την οποία αναδημοσιεύεται το παρών άρθρο αναφέρεται σε κείμενο για τον απόφοιτο της Ζωσιμαίας Σχολής Χασάν Ταχσίν Πασά, τον άνθρωπο που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στην Ελλάδα στις 26 Οκτωβρίου 1912, από το βιβλίο του δημοσιογράφου Χρίστου Κ. Χριστοδούλου με τίτλο «Οι τρεις ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά», των Εκδόσεων «Εξάντας».
Ο Χασάν Ταχσίν Πασάς είναι άγνωστος στους περισσότερους.
Ακόμη κι εκείνοι που ξέρουν το όνομά του δεν γνωρίζουν τίποτε, ή σχεδόν τίποτε, για τη ζωή του.
Κι όμως ο άνθρωπος αυτός υπήρξε «ο σωτήρας και ο ευεργέτης της Θεσσαλονίκης», κατά τη δίκαιη έκφραση του παλιού Σαλονικιού δημοσιογράφου Αλέκου Ωρολογά, που τον γνώριζε προσωπικά.
Πραγματικά, αυτός ο τίτλος τιμής, που δινόταν κάποτε στους επιφανείς Ρωμαίους αυτοκράτορες, ταιριάζει απόλυτα στον ξεχασμένο σήμερα Οθωμανό στρατηγό, που παρέδωσε τη Θεσσαλονίκη στους Έλληνες εκείνο το κρύο και βροχερό Σάββατο, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου του 1912.
Με την απόφασή του αυτή, τόσο ευτυχή για την Ελλάδα και τόσο μοιραία για την Οθωμανική αυτοκρατορία, άλλαξε ριζικά τον χάρτη –και την πολιτική ιστορία-, των Βαλκανίων.
Από τη στιγμή που υπέγραψε και έδωσε το πρωτόκολλο της παράδοσης της Θεσσαλονίκης στους νικητές Έλληνες και όχι στους συμμάχους τους Βούλγαρους, ο Χασάν Ταχσίν Πασάς όρισε την ετυμηγορία της ιστορίας όπως αποτυπώθηκε μέχρι σήμερα, στα 95 χρόνια που ακολούθησαν την 26η Οκτωβρίου 1912.
Η Μακεδονία έγινε έκτοτε Ελληνική.
Η Ελλάδα διπλασιάστηκε.
Η Οθωμανική επικράτεια απώλεσε την κύρια ευρωπαϊκή της ενδοχώρα, προτού διαμελιστεί εν συνεχεία προς ανατολάς.
Η Βουλγαρία και η Σερβία, οι Σλάβοι γενικά, έχασαν την ευκαιρία να «βγουν» στο Αιγαίο.
Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Ταυτόχρονα, ο άνθρωπος αυτός, που υπερασπίστηκε με σθένος, ικανότητα και εντιμότητα την οθωμανική πατρίδα του και τον σουλτάνο σε όλες τις περιπτώσεις όπου τον κάλεσε το στρατιωτικό του καθήκον [Κρήτη, Θεσσαλία, Κωνσταντινούπολη, Ήπειρο, Αλβανία, Συρία, Υεμένη], σπιλώθηκε με το στίγμα του προδότη και καταδικάστηκε «ερήμην εις θάνατον» από τους δικούς του.
Στα λίγα χρόνια που έζησε μετά το 1912 –περίοδο μεγάλης οδύνης για αυτόν-, προσπάθησε να εξηγήσει σε εχθρούς και φίλους τους λόγους της ιστορικής στάσης που τήρησε, τα αίτια της ήττας του στρατού που διοικούσε και την απόφασή του να παραδώσει ακέραιη τη Θεσσαλονίκη, τους κατοίκους της και τον στρατό του στους Έλληνες.
Στην απόφασή του αυτή, απόφαση δύσκολη και πολυσήμαντη, έπαιξε ρόλο –όπως είπε σε μια συνέντευξή του-, η άθλια κατάσταση του στρατού του, αλλά και η πεποίθησή του στην πολιτιστική ανωτερότητα του γένους των Ελλήνων, στην παιδεία των οποίων μετείχε από παιδί.
Ήταν απόφοιτος της Ζωσιμαίας Σχολής Ιωαννίνων.
Λέγεται, αλλά χωρίς αποδείξεις, ότι ήταν παντρεμένος με εξισλαμισμένη Ελληνίδα και κατά τον Ηπειρώτη στρατηγό Λεωνίδα Σπαή «κατήγετο από Ελληνική ρίζα, πράγμα το οποίον ο Πασάς άριστα εγνώριζε».
Ρόλο επίσης έπαιξε στην κρίσιμη απόφασή του και η επίμονη παρέμβαση των προξένων, του αρχιραβίνου, του μητροπολίτη και του σεΐχη της Θεσσαλονίκης προς αυτόν, ώστε να μην οδηγήσει την πόλη, τους κατοίκους της και τον στρατό του στην άσκοπη αιματοχυσία. Τέλος, ρόλο και μάλιστα τελεσίδικο έπαιξε η έκβαση των μαχών.
ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ
Οι νικητές Έλληνες, μεθυσμένοι από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το μεγάλο, αναπάντεχο λάφυρο του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, δεν είχαν διάθεση να ακούσουν τις εξηγήσεις και τα αιτήματα του Οθωμανού στρατηγού.
Και, εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν του αναγνώρισαν σχεδόν τίποτε.
Οι ηττημένοι Οθωμανοί, υπό την εγκληματική τότε διοίκηση των Νεότουρκων της Κωνσταντινούπολης, τον διέγραψαν από τα κατάστιχα και τις επετηρίδες τους, παρότι με την παράδοσή του απέφυγε τη συμφορά της σφαγής και της καταστροφής.
Διαφύλαξε έτσι τη ζωή και την τιμή των 30.000 ανδρών του και υπερασπίστηκε με σθένος τα δικαιώματα των μουσουλμάνων προσφύγων που συνέρρεαν κατά χιλιάδες πανικόβλητοι στη Θεσσαλονίκη για να σωθούν από τα έκτροπα του Βαλκανικού πολέμου.
Οι Βούλγαροι δεν του συγχώρησαν ποτέ τη μη αναγνώριση της επικυριαρχίας τους στη Θεσσαλονίκη.
Πάντως, αντίθετα με τις δάφνες του Βενιζέλου και του Κωνσταντίνου, ο Χασάν Ταχσίν Πασάς δεν υπήρξε μόνο ο μεγάλος ηττημένος, αλλά και η δραματικότερη φυσιογνωμία του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Με τη διάσπαση του μετώπου στα στενά του Σαρανταπόρου, που οι Γερμανοί σύμβουλοι του Σουλτάνου θεωρούσαν απόρθητα, έγινε φανερό ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τη νικηφόρα προέλαση των Ελληνικών δυνάμεων.
Τίποτε όμως δεν συνεπαγόταν ότι αυτή η προέλαση θα ήταν τόσο ραγδαία, τόσο πετυχημένη και τόσο περιορισμένη σε απώλειες ανθρώπινου δυναμικού και διπλωματικών προστριβών για την Ελλάδα, αν ο Χασάν Ταχσίν Πασάς έκρινε ότι έπρεπε πάση θυσία να κρατήσει τις αμυντικές θέσεις του στρατού του ή να αντισταθεί μέχρις εσχάτων –όπως μπορούσε και όπως ήθελε-, στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης.
Μπροστά στα ανυπέρβλητα στρατιωτικά προβλήματα που αντιμετώπιζε ο στρατός του εξαιτίας τής διάλυσης, των μηχανορραφιών και της αλληλοϋπονόμευσης των Νεότουρκων, ο Χασάν Ταχσίν Πασάς (που δεν ανήκε σ’ αυτούς) διάλεξε τελικά την οδυνηρή για έναν ανώτατο στρατιωτικό ηγέτη «λύση» της παράδοσης.
Όχι όμως μια ατιμωτική παράδοση, αφού στον ίδιο και τους αξιωματικούς του επιτράπηκε από τους νικητές να φέρουν τα ξίφη τους και στους στρατιώτες του να διαπεραιωθούν σώοι και ασφαλείς στην Τουρκία με Ελληνικά πλοία.
ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΣΤΟΣ
Στη συνέχεια έτυχε της προστασίας του Ελληνικού Κράτους και ειδικά του Ελευθέριου Βενιζέλου, με τον οποίο γνωριζόταν από την Κρήτη.
Το δυσμενές όμως κλίμα που είχε διαμορφωθεί για τον Χασάν Ταχσίν Πασά ανάμεσα στους μουσουλμάνους της Θεσσαλονίκης, τους Βούλγαρους που λυμαίνονταν την πόλη έως τους πρώτους μήνες του 1913, αλλά και κάποιους υπερόπτες Έλληνες, υποχρέωσαν αυτόν τον ευεργέτη και σωτήρα της πόλης να φύγει στο εξωτερικό.
Αρχικά έζησε στη Γαλλία και εν συνεχεία στην Ελβετία.
Πέθανε 73 χρονών το 1918 στη Λωζάνη, όπου έγινε και η πρώτη ταφή του.
Το 1937 τα οστά του μεταφέρθηκαν (1) στο Αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας.
Επρόκειτο για το τελευταίο απομεινάρι των παλιών μουσουλμανικών (2) νεκροταφείων της Θεσσαλονίκης.
Εκεί, στον οικογενειακό τάφο των Μεσαρέ, έγινε η δεύτερη ταφή του.
Το 1983, το Αλβανικό νεκροταφείο της Τριανδρίας «διαλύθηκε».
Τα οστά του Χασάν Ταχσίν Πασά μεταφέρθηκαν (3) στο οστεοφυλάκιο του κοιμητηρίου της Μαλακοπής, όπου παρέμειναν φυλαγμένα επί 23 χρόνια.
Το 2006 έγινε η τρίτη ταφή του (4).
Ο στρατηγός Χασάν Ταχσίν Πασάς, διοικητής της 8ης Στρατιάς του Αυτοκρατορικού Οθωμανικού Στρατού της Μακεδονίας, γόνος της ευγενούς Αλβανικής δυναστείας των Μεσαρέ, τάφηκε με τιμές και αναπαύεται πλέον στο Στρατιωτικό (5) Νεκροταφείο των Βαλκανικών Πολέμων στη Γέφυρα (Τόψιν) της Θεσσαλονίκης, στην ίδια περιοχή όπου και το ιστορικό οίκημα στο οποίο υπογράφηκε (6) από τον ίδιο η παράδοση της πόλης στον Ελληνικό Στρατό.
Οι τρεις ταφές του Χασάν Ταχσίν Πασά ήταν ο επίλογος μιας πολυτάραχης πορείας, ακόμη και μετά θάνατον, που ξεκίνησε στη Μεσαριά της Νότιας Αλβανίας το 1845. Και τελείωσε –ουσιαστικά-, στη Θεσσαλονίκη το 1912.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Αρκεί να σκεφτεί κανείς τι θα είχε συμβεί αν ο γεροστρατηγός είχε δώσει ένα αντίστοιχο πρωτόκολλο στους Βούλγαρους, ή αν αποφάσιζε να αμυνθεί στα περίχωρα της πόλης, ή αν παρέδιδε τη Θεσσαλονίκη στην πυρά και τη σφαγή.
Αν ο τίτλος του νικητή, του οραματιστή και του απελευθερωτή ανήκει στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στον διάδοχο Κωνσταντίνο, τότε ο τίτλος και η τιμή του σωτήρα και ευεργέτη της πόλης ανήκει πράγματι στον Χασάν Ταχσίν Πασά.
Για τον οποίο –ας σημειωθεί-, οι νεότεροι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι υπήρξε άριστος στρατιωτικός και ότι, με τα δεδομένα που αντιμετώπισε, έπραξε το σωστό.
------
Σ.Σ.
(1). Από το γιο του και υπασπιστή του Κενάν Μεσαρέ.
(2). Το αλβανικό νεκροταφείο ήταν των Μπεχτασίδων και ήταν θαμμένοι και χριστιανοί - κυρίως καθολικοί.
(3). Από τον εγγονό του Ίνη Μεσαρέ.
(4). Με πρωτοβουλία του εκλιπόντος Αντιστράτηγου Γρ. Κλετσίδη Διοικητή του Γ΄ Σώματος Στρατού. Στον ίδιο αυτόν τάφο, ο οποίος έγινε με βάση σχέδιο του εγγονού του Ίνη Μεσαρέ, φυλάσσονται και τα οστά του γιου του Κενάν Μεσαρέ.
(5). Μουσείο.

(6). Η παράδοση υπογράφηκε στο Διοικητήριο της Θεσσαλονίκης.

*******
Η Μάχη τού Οστρόβου
«Η επιχείρηση αυτή και τα γεγονότα που ακολούθησαν κατά το χρονικό διάστημα από 30 Οκτωβρίου μέχρι 7 Νοεμβρίου 1912 αναφέρονται στην πολεμική ιστορία υπό το όνομα Επιχειρήσεις του Οστρόβου γιατί η λεκάνη του Οστρόβου, μεταξύ των ορεινών όγκων Βιτσίου, Βόρα, Βερμίου και Σινιάτσικου, αποτέλεσε το θέατρό τους».
Και εδώ πολέμησε ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ.

Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΟΣΤΡΟΒΟΥ*, 4 - 5 Νοεμβρίου 1912
Του Παπαλαζάρου Ιωάννη – Εκπαιδευτικού
Αναρτήθηκε: 7 Νοεμβρίου 2012
Τον Οκτώβριο του 1912, μετά από την γιγαντιαία και νικηφόρα προέλαση του Ελληνικού Στρατού, απελευθερώθηκαν, ως γνωστόν, οι πόλεις της Κεντρικής Μακεδονίας Βέροια και Νάουσα (16 – 17 Οκτωβρίου), Έδεσσα (18 Οκτωβρίου) και Γιαννιτσά (20 Οκτωβρίου), όπου ο στρατός μας χρειάστηκε να δώσει επί ένα διήμερο σκληρές και πολύνεκρες μάχες, για να φτάσει νικητής και τροπαιούχος στις 26 Οκτωβρίου 1912 στη Θεσσαλονίκη.
Μετά από την αδικαιολόγητη υποχώρηση της 5ης Μεραρχίας από το Σόροβιτς (Αμύνταιο),ο Τουρκικός Στρατός σύντομα ανακατέλαβε τη λεκάνη του Οστρόβου, κλείνοντας διαβάσεις, δρόμους και επικοινωνίες προς την Έδεσσα, τη Δυτική Μακεδονία και το Μοναστήρι, όπου είχε παραταχθεί ο Σερβικός Στρατός, αναμένοντας ενισχύσεις από Ελληνικής πλευράς.
Ήταν επιτακτική ανάγκη να απωθηθεί ο Τουρκικός Στρατός από τις περιοχές αυτές για να απελευθερωθούν, αλλά παράλληλα να επιτευχθεί και η διάλυσή του ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε απόπειρα των τουρκικών δυνάμεων να προωθηθούν προς την Ήπειρο, όπου ο Ελληνικός Στρατός προετοιμαζόταν για τη μεγάλη επιχείρηση απελευθέρωσης των Ιωαννίνων και της Ηπείρου.
Για το σκοπό αυτό από το Γενικό Στρατηγείο διατάχθηκε γιγαντιαία αναστροφή των Ελληνικών δυνάμεων, μέσω του κάμπου των Γιαννιτσών και της Έδεσσας, προς τη Δυτική Μακεδονία, με τελικό προορισμό το Μοναστήρι.
Η επιχείρηση αυτή και τα γεγονότα που ακολούθησαν κατά το χρονικό διάστημα από 30 Οκτωβρίου μέχρι 7 Νοεμβρίου 1912 αναφέρονται στην πολεμική ιστορία υπό το όνομα «Επιχειρήσεις του Οστρόβου» γιατί η λεκάνη του Οστρόβου, μεταξύ των ορεινών όγκων Βιτσίου, Βόρα, Βερμίου και Σινιάτσικου, αποτέλεσε το θέατρό τους.
Στις 30 Οκτωβρίου 1912 τέσσερις Ελληνικές μεραρχίες, 1η, 3η, 4η, 6η και ένα Σύνταγμα Ιππικού, υπό τις άμεσες διαταγές του Αρχιστράτηγου και Διαδόχου Κωνσταντίνου, ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη με αρχικό προορισμό και στόχο την απελευθέρωση της λεκάνης της Βεγορίτιδας, όπου είχαν οχυρωθεί οι Τουρκικές δυνάμεις, αποτελούμενες από την 18η Μεραρχία Μοναστηρίου και μια εφεδρική με σύνολο 13.000 ανδρών.
Με συνεχή πορεία τριών ημερών η Ελληνική δύναμη κατόρθωσε να διανύσει απόσταση 90 χιλιομέτρων, υπό καταρρακτώδη βροχή και το απόγευμα της 1ης Νοεμβρίου 1912 να βρεθεί στην περιοχή της Έδεσσας.
Από εκεί η κάθε μονάδα ανέλαβε την διατεταγμένη αποστολή της.
Η 1η Μεραρχία με το Γενικό Στρατηγείο παρέμεινε στη Σκύδρα (Βαρτικόπ). Η 3η Μεραρχία στάθμευσε στην Έδεσσα. Η 4η κατευθύνθηκε στην Φλαμουριά (Πόδος). Η 6η Μεραρχία με το 1ο Σύνταγμα Ιππικού συντάχθηκαν στα υψώματα του Άγρα (Βλάδοβο). Τα επόμενο διήμερο η 4η μετακινήθηκε προς το Κάτω Γραμματικό και η 3η στην Καρυδιά (Τέχοβο).
Ο Τουρκικός Στρατός είχε οχυρωθεί αμυντικά σε θέσεις της περιοχής, γύρω από τον Άγρα, στη θέση Αγία Παρασκευή κοντά στην Καρυδιά, στο Νησί και με τον κύριο όγκο των δυνάμεών του, τρία πλήρη τάγματα, στα υψώματα της Δροσιάς, των Ξανθογείων (Ροσίλοβου) και ανατολικά της Άρνισσας. Άλλες δυνάμεις του είχαν κλείσει τις ορεινές διαβάσεις του Γκορνίτσοβου (Κέλλης) και της Μπάνιτσας (Βεύης).
Στις 2 Νοεμβρίου 1912 η 6η Μεραρχία με το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων απέκρουσε επιθέσεις και απώθησε τις τουρκικές δυνάμεις από τον Άγρα. Στις 3 Νοεμβρίου 1912 η 3η Μεραρχία ενήργησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή του Τεχόβου.
Την επομένη, 4 Νοεμβρίου 1912, η ίδια μονάδα ανέλαβε την αποστολή να προωθηθεί, μέσω Καρυδιάς,προς το Όσλοβο (Παναγίτσα) και την Ζέρβη.
Δέχτηκε όμως σφοδρά τουρκικά πυρά που την υποχρέωσαν να υποχωρήσει, να συμπτυχθεί και να προωθήσει μόνο ορισμένα αναγνωριστικά της τμήματα μέχρι το βλαχοχώρι Πατετσίν (Πάτημα).
Την ίδια μέρα η 4η Μεραρχία από το Κάτω Γραμματικό, αφού απέκρουσε μικροαντιστάσεις των Τούρκων στην περιοχή, κατέλαβε τις απογευματινές ώρες τα χωριά Κότσανα (Περαία) και Κατράνιτσα (Πύργους) και τμήματά της οχυρώθηκαν σε υψώματα νοτιοανατολικά της Άρνισσας, σε απόσταση βολής από τις Τουρκικές θέσεις.
Μικρή μονάδα ιππικού ανέλαβε αναγνωριστική αποστολή των εχθρικών θέσεων καθώς και της δυνατότητας επαφής με τον Σερβικό Στρατό.
Έπεσε όμως σε ενέδρα τουρκική και σκοτώθηκαν δύο άνδρες ιππείς της μονάδας. [Για την τύχη των οστών των δύο νεκρών θα αναφερθούμε στο τέλος του άρθρου].
Η 6η Μεραρχία προωθήθηκε προς την Άρνισσα κατά μήκος της αμαξιτής οδού, με εμπροσθοφυλακή το 18ο Σύνταγμα Πεζικού, τρεις ημιλαρχίες ιππικού και το 1ο Ευζωνικό Σύνταγμα.
Οι πρώτες συγκρούσεις άρχισαν την πρωία της 4ης Νοεμβρίου 1912 και κράτησαν μέχρι αργά το βράδυ, χωρίς όμως αποτέλεσματα θετικά.
Η εμπροσθοφυλακή, αφού εξουδετέρωσε μικροαντιστάσεις του εχθρού, κατά τις απογευματινές ώρες κατάφερε να φτάσει στη γραμμή των υψωμάτων νοτιοανατολικά της Άρνισσας, όπου όμως δέχτηκε αντεπιθέσεις και σφοδρά πυρά από αμυνόμενες εχθρικές μονάδες και αναγκάστηκε σε μερική υποχώρηση.
Με ενισχύσεις της Μεραρχίας αντεπιτέθηκε και κατάφερε να απωθήσει τον εχθρό στις αρχικές του θέσεις. Νυχτερινή επίθεση που επιχειρήθηκε από το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, συνάντησε τη λυσσώδη αντίδραση των τουρκικών δυνάμεων και δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Την επόμενη ημέρα, 5 Νοεμβρίου 1912, η επίθεση γενικεύθηκε και ο Τουρκικός Στρατός υποχρεώθηκε σε υποχωρητικούς ελιγμούς.
Μέχρι το απόγευμα της ημέρας αυτής ο Ελληνικός Στρατός είχε επιβληθεί ολοκληρωτικά και το 1ο Ευζωνικό Σύνταγμα, που με τους 8 λόχους του πρωταγωνίστησε στις συμπλοκές, απελευθέρωνε την περιοχή μας και έμπαινε πρώτο θριαμβευτικά στην κωμόπολη του Οστρόβου.
Έτσι από την αυγή της 5ης Νοεμβρίου 1912 άνοιγε μια καινούρια σελίδα για τους υπόδουλους χριστιανούς κατοίκους της Άρνισσας, του Αγίου Αθανασίου, του Γραμματικού, της Ζέρβης, των Ξανθογείων και όλων των οικισμών της λεκάνης της Βεγορίτιδας, ένα μήνυμα ελπιδοφόρο για τη ζωή τους, για την τιμή τους, για την ασφάλεια και την προκοπή τους.
Ξημέρωσε μια καινούργια μέρα, όπου όλα έλαμπαν από τον ήλιο της δικαιοσύνης και της ελευθερίας, που επέστρεφε επιτέλους στον τόπο της ύστερα από 530 μαρτυρικά χρόνια αβάσταχτης σκλαβιάς υπό τον τουρκικό ζυγό (1382-1912).
Πολύχρονοι αγώνες, αμέτρητες θυσίες και άφθονο αίμα μαρτύρων συντοπιτών μας κατά τον Μακεδονικό Αγώνα που είχε προηγηθεί, εύρισκαν επιτέλους την αιώνια λύτρωση και τη δικαίωσή τους με τη νικηφόρο προέλαση του Ελληνικού Στρατού και την απελευθέρωση της Μακεδονίας.
Την ίδια μέρα η 3η Μεραρχία εξουδετέρωσε τις εχθρικές θέσεις γύρω από τη Ζέρβη και μέσω της Τσέγανης (Αγίου Αθανασίου) κατευθύνθηκε προς το Γκορνίτσοβο (Κέλλη) και το Σόροβιτς (Αμύνταιο), όπου υπήρχαν τουρκικές αντιστάσεις.
Προς το Σόροβιτς κατευθύνθηκε και η 4η Μεραρχία, ανατολικά της Βεγορίτιδας και το βράδυ στρατοπέδευσε στην Κολάρτσα (Μανιάκι), ενώ η 5η Μεραρχία έφτασε στο Τσαλτζιλάρ (Φιλώτας).
Στις 6 και 7 Νοεμβρίου 1912 έγιναν συντονισμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σε Γκορνίτσοβο και Μπάνιτσα και στις 7 Νοεμβρίου 1912 απελευθερώθηκε η Φλώρινα.
Οι δύο ιππείς που σκοτώθηκαν στις 4 Νοεμβρίου 1912 τάφηκαν πρόχειρα στο σημείο όπου έπεσαν.
Είκοσι επτά περίπου χρόνια αργότερα, συγγενείς των δύο νεκρών στρατιωτών, ήρθαν στην Άρνισσα αναζητώντας στην περιοχή το χώρο ταφής και τα οστά τους.
Ο Περικλής Ηλιάδης από την Άρνισσα, 88 χρόνων σήμερα, μου αφηγήθηκε τα εξής σχετικά με το γεγονός: Λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου του σαράντα, ήταν καλοκαίρι του 1937, δεκαπεντάχρονο παλικάρι τότε, μαζί με τον συνομήλικό του Δημήτρη Κάρτα, με εντολή του προέδρου της Κοινότητας Σταύρου Χατζηχαρίση, πήραν φτυάρι και κασμά και πήγανε στην Μπόφτσα, τοποθεσία νοτιοανατολικά της Άρνισσας, για να σκάψουν σε κάποιο χωράφι.
Εκεί βρήκαν τρεις άγνωστους άντρες με κάποια σημειώματα ή χάρτες στα χέρια που τους υπέδειξαν το σημείο όπου έπρεπε να σκάψουν ο Ηλιάδης με τον Κάρτα. Τον έναν από τους άντρες αναγνώρισε αργότερα ο Περικλής Ηλιάδης: ήταν ο δασονόμος της περιοχής μας Ιωάννης Βαρδάκας.
Σκάβοντας επίμονα, αποκάλυψαν οστά δύο νεκρών και αφού τα καθάρισαν, τα παρέδωσαν στους τρεις κυρίους. Με τη φροντίδα του Ι. Βαρδάκα ανοίχτηκε νέος τάφος σε άλλο σημείο, όπου τοποθετήθηκαν τα οστά των νεκρών και περιφράχτηκε με σιδερένια κάγκελα. Ο νέος τάφος βρισκόταν κοντά στο σημείο όπου σήμερα σμίγουν οι δρόμοι που οδηγούν προς Άρνισσα και Φλώρινα μέσω Ξανθογείων.
Ο τάφος αυτός, με τα χρόνια που πέρασαν και με τα έργα της διάνοιξης του δρόμου προς την Άρνισσα, επιχωματώθηκε μερικώς, χορτάριασε, χάθηκαν τα ίχνη του. Μόνο το κυπαρίσσι που είχε φυτευτεί πλάι του και υπάρχει μέχρι σήμερα εκεί, θύμιζε τη θέση του.
Με τον καιρό οι βροχές παρέσυραν τα χώματα από το επικλινές έδαφος και κάποιες εκσκαφικές εργασίες στην περιοχή έφεραν στο φως μέρος των οστών, τα οποία περισυνέλεξε ο σημερινός Νεωκόρος του Ναού της Άρνισσας Ιορδάνης Λαζαρίδης και τα παρέδωσε στον Ιερέα της Ενορίας π. Νικόλαο Τούλη και αυτός με τη σειρά του, αφού τα φρόντισε με τον οφειλόμενο σεβασμό και τα συσκεύασε επιμελώς, τα τοποθέτησε κάτω από την Αγία Τράπεζα στον Ναό της Αγίας Τριάδος, όπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα. Τα ονόματα των νεκρών είναι άγνωστα.
Μια σχετική ενέργεια που έγινε προς το Γενικό Επιτελείο Στρατού, από τον κ. Θανάση Βαρδάκα, συνταξιούχο δασικό, κάτοικο Καλάμου Αττικής, υιό του Ιωάννη Βαρδάκα, για τη γνωστοποίηση των ονομάτων των δύο νεκρών, δεν έχει αποδώσει ακόμα.
Μια αναμνηστική στήλη, ένα λιτό και απέριττο μνημείο, στο σημείο όπου έπεσαν οι δύο στρατιώτες, με τα ονόματά τους, εφ’ όσον γίνουν γνωστά, ή και χωρίς αυτά, θα απέδιδε την ελάχιστη οφειλόμενη τιμή σε όλους αυτούς που πολέμησαν και έδωσαν την ζωή τους για να χαιρόμαστε εμείς σήμερα τον τόπο μας ελεύθερο. Είναι χρέος του Δήμου, των τοπικών Συλλόγων, όλων μας.
 Από τη μάχη τού Οστρόβου. Προέλαση ίλης τού Ελληνικού Ιππικού.
[Από τον τόμο «ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ 4000 ΧΡΟΝΙΑ» της «ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ Α.Ε.»].
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ – ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
1. Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. Αθήνα 1987
2. Ο Ελληνικός Στρατός κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους ΓΕΣ/Δ.Ι.Σ. 1988
3. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια (τομ. ΙΘ΄)
4. Πρακτικά Β΄ Πανελ. Ιστορικού Συνεδρίου Βαλκανικών Πολέμων (Γιαννιτσά 2002)
5. Σπύρου Μελά: «Οι Πόλεμοι 1912-1913» εκδ. ΜΠΙΡΗΣ 1972
6. Ημερολόγιο Μ.Ε.Σ.Ν.Α. 1994
7. Παπαλαζάρου Ιωάννη: «ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ (ΤΣΕΓΑΝΗ)» 2008
 ------------
 * Όστροβο = η σημερινή λίμνη Βεγορίτιδα, αλλά και η κωμόπολη Άρνισσα.
------------------------------
Αποκαλυπτήρια μνημείου για τη Μάχη της Άρνισσας
Τετάρτη, 7 Νοεμβρίου 2012

Η εκδήλωση ξεκίνησε με επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες της Μάχης της Άρνισσας (Οστρόβου) και αποκαλυπτήρια του Μνημείου.
Σε μία συγκινητική τελετή πραγματοποιήθηκαν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου για τη Μάχη της Άρνισσας (Οστρόβου), με την παρουσία του Δημάρχου Έδεσσας κ. Δημήτρη Γιάννου, του Αντιπεριφερειάρχη Π.Ε. Πέλλας κ. Θόδωρου Θεοδωρίδη, των στρατιωτικών και αστυνομικών αρχών και πλήθους κατοίκων της περιοχής.
Στο μνημείο αναγράφεται «ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΥΣ ΗΡΩΙΚΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΟΣΤΡΟΒΟΥ, 4 – 5 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912» και στη συνέχεια αναφέρονται τα ονόματα των πεσόντων και οι τόποι καταγωγής τους.
Η εκδήλωση ξεκίνησε με επιμνημόσυνη δέηση για τους πεσόντες της Μάχης της Άρνισσας (Οστρόβου) και αποκαλυπτήρια του Μνημείου.
Το ιστορικό της Μάχης και του ρόλου της στην απελευθέρωση της Μακεδονίας ανέπτυξε ο συντοπίτης μας δάσκαλος και ιστορικός ερευνητής, κ. Ιωάννης Παπαλαζάρου.
Στην ομιλία του αναφέρθηκε και στην εκταφή των οστών των αγωνιστών που χάθηκαν και τη συγκέντρωση τους στο χώρο του σημερινού μνημείου, όπως επίσης και στο ιστορικό του παλιότερου μνημείου που υπήρχε στην περιοχή και καταστράφηκε. Ιδιαίτερα συγκινητικό ήταν το γεγονός ότι πολλοί από τους ανθρώπους που συνέδραμαν στη διαφύλαξη των οστών των αγωνιστών της Μάχης ήταν παρόντες στα αποκαλυπτήρια του μνημείου.
------------------------------
------------------------------
 ------------------------------
Πηγή: lakevegoritida.gr
 



*******
Η Μάχη των Ιωαννίνων

Και εδώ πολέμησε ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ.

Ασφαλώς, μετά θα σιγοτραγουδούσε:
Τα πήραμε τα Γιάννενα,
Τα πήραμε!
Μάτια πολλά το λένε,
Μάτια πολλά το λένε,
Όπου γελούν και κλαίνε.
Το λεν πουλιά των Γρεβενών
Κι αηδόνια του Μετσόβου,
Που τάκαψεν η παγωνιά
Κι ανατριχίλα φόβου.
Το λένε χτύποι και βροντές,
Το λένε κι οι καμπάνες,
Το λένε και χαρούμενες
Οι μαυροφόρες μάνες.
Το λένε κι Γιαννιώτισσες
Που ζούσαν χρόνια βόγγου,
Το λένε κι Σουλιώτισσες
Στις ράχες του Ζαλόγγου.
------------

Ο αλωτός Εσάτ Πασάς, ο τελευταίος πασάς των Ιωαννίνων, παραδίδει το ξίφος του στον Αρχιστράτηγο, Διάδοχο του Θρόνου και πορθητή των Ιωαννίνων, Κωνσταντίνο ΙΒ΄.

 
Ο Αρχιστράτηγος του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου και Διάδοχος του Θρόνου, και Αρχιστράτηγος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου και Βασιλεύς των Ελλήνων, Κωνσταντίνος ΙΒ΄. Σε αυτήν την, τελευταία τής σειράς, φωτογραφία είναι με τον Πρωθυπουργό τής Ελλάδος και Υπουργό των Στρατιωτικών,  Ελευθέριο Κ. Βενιζέλο.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΝ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ

ΔΙΠΛΩΜΑ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΜΕΤΑΛΛΙΩΝ

ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ

Απονέμομεν εις τον …. Μαρκολέφαν Γεώργιον του … καταγόμενον εκ Λυκοχίων τού Δήμου Φαλάνθου αναμνηστικόν μετάλλιον

1ον Τής εκστρατείας κατά τής Τουρκίας (1912-1913) ως μετασχόντα αυτής και τών μαχών: Σαρανταπόρου, Ιωαννίνων, Οστρόβου.

2ον Τής εκστρατείας κατά τής Βουλγαρίας (1913) ως μετασχόντα αυτής και τών μαχών: Κιλκίς -Λαχανά, Κρέσνας, ............
Εν Αθήναις τη 25η Μαρτίου 1914

Ο ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΤΩΝ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΩΝ
Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος
------------------------------

Ο τελευταίος πασάς των Ιωαννίνων: Εσάτ Πασάς.
------------------------------
21 Φεβρουαρίου 1913, Esat PashaΑπελευθέρωση των Ιωαννίνων, Εσάτ Πασιάς, Εφημερίδα «Ακρόπολις», Χρήστος Χρηστοβασίλης
 Του Χρήστου Χριστοβασίλη
Είναι υιός δευτερότοκος του επί πολλά έτη χρηματίσαντος Δημάρχου ΙωαννίνωνΑχμέτ Βεχήπ αφένδη, του επικληθέντος Χαλαστή.
Άγει το 50ον περίπου έτος της ηλικίας του και φέρει τον βαθμόν του αντιστράτηγου, ένεκα της μεγάλης αυτού στρατιωτικής αξίας.
Είναι ανήρ ευθύς, τίμιος, ελεήμων φιλάνθρωπος, ευγενής και αρτιώτατα στρατιωτικώς πεπαιδευμένος, ωραιότατος και συμπαθέστατος.
Υπήρξε μαθητής του Γκολτς πασά, ο οποίος κατά τας εξετάσεις του εν τη στρατιωτική Σχολή της Κωνσταντινουπόλεως, τον είχε συστήσει λόγω του αρίστου βαθμού, ούτινος δικαίως ηξιώθη, ως υπότροφον της Τουρκικής Κυβερνήσεως εις την Στρατιωτικήν Ακαδημίαν του Βερολίνου.
Αλλ’ αντ’ αυτού εστάλη συμμαθητής του τις, Εσσάτ και αυτός καλούμενος, αλλά μην έχων την απαιτούμενην αξίαν.
Μετά τίνα καιρόν συναντήσας αυτόν ο Γκολτς πασάς, εξεπλάγη διότι τον έβλεπεν εν Κωνσταντινούπολει, ενώ τον ενόμιζεν εν Βερολίνω, και ούτως επληροφορήθη ότι έτερος είχε σταλεί εκεί αντ’ αυτού.
Μετέβη αμέσως παρά τω Σουλτάν Χαμίτ και εζήτησεν ως χάριν παρ’ αυτού προσωπικήν την αποστολήν του Εσσάτ τούτου εις Βερολίνον προς ευρυτέραν σπουδήν της στρατιωτικής τέχνης, εξηγήσας την μεγάλην αξίαν του νεαρού αξιωματικού όπερ και με μεγάλην ευχαρίστησιν εδέχθη ο Σουλτάνος.
Μετά διαμονήν οκτώ ετών εν Βερολίνω όπου συνεμαθήτευσε και μετά της Α. Β. Υψηλότητος του Διαδόχου Κωνσταντίνου, ο Εσσάτ επέστρεψεν εις Κωνσταντινούπολιν ταγματάρχης των Γενικών επιτελών και διωρίσθη υπασπιστής του Σουλτάνου και καθηγητής των ανωτέρων στρατιωτικών μαθημάτων εν τη αυτόθι Στρατιωτικής Σχολή.
Επί της καθηγεσίας του Εσσάτ πασά αι εν Κωνσταντινούπολει Στρατιωτικαί Σχολαί ήλλαξαν τελείως όψιν επί τα βελτίω, ένεκα δε της μεγάλης του επιστημονικής αξίας προήχθη ταχέως εις υποστράτηγον και αντιστράτηγον.
Τον βαθμόν δε τούτον είχεν εν Θεσσαλονίκη, ότε εκηρύχθη το Σύνταγμα.
Ο Εσσάτ πασάς δικαίως εθεωρήθη ως κορωνίς του Τουρκικού στρατού και ως τούτω τω ανετέθη η άμυνα της ιδιαιτέρας πατρίδος του, των Ιωαννίνων, ην ετίμησε και ως αξιωματικός και ως Ιωαννίτης.
Η πόλις των Ιωαννίνων οφείλει μεγάλην ευγνωμοσύνην εις τον γενναίον πρόμαχον της, διότι και την τάξιν ετήρησεν ακεραίαν καθ’ όλον το διάστημα του πολέμου και τα άτακτα αλβανικά στοιχεία ετιμώρησε πολλούς Αλβανούς κρεμάσας δια διάφορα εγκλήματά των κατά των χριστιανών.
Τούτον μόνον αρκεί να είπωμεν προς τιμήν αυτού ότι καθ’ όλον το διάστημα του πολέμου οι Έλληνες των Ιωαννίνων εξήρχοντο μετά των συζύγων και θυγατέρων των εις περίπατον και δεν εγένετο η παραμικρά προσβολή κατ’ αυτών εκ μέρους του ατίθασου Τουρκικού στρατού.
Ο Εσσάτ πασάς εκτός της Ελληνικής, ήτις είναι η μητρική αυτού γλώσσα και της Τουρκικής, εις ην εσπούδασε τα εγκύκλια του μαθήματα, γνωρίζει την Γερμανικήν και την Γαλλικήν, ας εσπούδασε κατά βάθος.
Εκείνος όμως όπερ περισσότερον ενδιαφέρει ημάς τους Έλληνες είναι ότι ο ένδοξος ηττημένος των Ιωαννίνων ούτε Τούρκος είναι, ούτε Αλβανος, αλλά καθαρός Έλλην, ων απόγονος Ελλήνων αρνηθέντων την Ελληνικήν θρησκείαν λόγω καιρικών του έθνους μας συμφορών.
Ο παππούς του κατήγετο εκ Μπούλτζου του Ζαγορίου και η μαμμή του εκ Σουλίου.
[Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» την Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 1913.Στην επόμενη έκδοση της ίδιας εφημερίδας την άλλη μέρα και με αφορμή το κείμενο του Χρηστοβασίλη, δημοσιεύτηκε μια ακόμη μαρτυρία για τον Εσάτ πασά, που έστειλε κάποιος αναγνώστης της].
«Ένα χαρακτηριστικόν του Εσσάτ Πασά
Φίλε Κύριε Διευθυντά,
Μετά τα δημοσιεύματα εν τω σημερινώ φύλλο της «Ακροπόλεως» περί του Εσσάτ πασά υπό του κ. Χ. Χρηστοβασίλη, αν αγαπάτε, δημοσιεύσατε και το εξής χαρακτηριστικόν του ανδρός.
Μετά τον διορισμόν του ως Διοικητού της ανεξαρτήτου μεραρχίας Ιωαννίνων επεσκέφθη επανειλημένως και την Πρέβεζαν, υπαγόμενην εις την δικαιοδοσίαν του. Κατά την πρώτην αυτού επίσκεψιν του εκ των πρώτων, ως εικός, έσπευσε να τον ειδή και εις εξαδελφός του, Ταχσίν εφέντης ονόματι, δικηγορών εν Πρεβέζη, και τω απηύθυνε το “καλώς όρισες”, εννοείται Τουρκιστί.
Αλλ’ ο πασάς διακόπτων αυτόν αμέσως: Δεν ομιλείς, καημένε, της μάνας σου την γλώσσα; Τω είπεν Ελληνιστί. Λ.Ε.».
Πηγή: egiannina.wordpress 
------------------------------
Τετρακόσια ογδόντα τρία χρόνια σκλαβιάς έζησαν οι Γιαννιώτες κι όμως αυτά δεν μπόρεσαν να εξαφανίσουν τον Ηπειρώτικο λαό μας, το Έθνος μας, την Ελληνική ψυχή μας.
Το 1430 μ.Χ. παραδόθηκαν τα Γιάννενα στους Τούρκους αλλά δεν τούρκεψαν. Κράτησαν τη γλώσσα, έσωσαν την παράδοση, κάνοντας φάρο στην πικρή ζωή τους την Ελλάδα, για πέντε σχεδόν αιώνες. Πάλευαν για τη λευτεριά τους, ευαισθητοποιώντας όλους τους Έλληνες που έτρεξαν να βοηθήσουν στον τελικό αγώνα που μας έδωσε τη Λευτεριά, εκατό χρόνια σχεδόν μετά την Επανάσταση του 1821. Εθελοντικές ομάδες απ’ τον αλύτρωτο ακόμα Ελληνισμό, όλη η Ήπειρος, η Μακεδονία, η Κρήτη, τα νησιά του Αιγαίου, η Σμύρνη, τα βάθη της Μ. Ασίας, η Κύπρος, έσπευσαν να λάβουν μέρος και να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα σε εκείνους τους πολέμους του 12-13.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων συντάραξε τις ψυχές και αποτυπώθηκε με ενθουσιασμό και συγκίνηση στην Λογοτεχνία, στην Τέχνη, στην Ποίηση. Τα Δημοτικά τραγούδια, η Λογοτεχνία, η Ποίηση κατέγραψαν την πίκρα για τη ζωή της σκλαβιάς και την προσμονή της Λευτεριάς, την πίστη γι’ αυτόν τον Αγώνα και τέλος τον ενθουσιασμό για το Μέγα Αποτέλεσμα: την Απελευθέρωση των Ιωαννίνων.
Ακόμα και σήμερα, διαβάζοντας αυτά που γράφτηκαν τότε, έρχονται δάκρυα στα μάτια μας και στις καρδιές μας, σα να ζούμε τώρα εκείνες τις στιγμές.
Η Γκυ Σαντεπλαίρ, σύζυγος του Γάλλου Προξένου Δυσσάπ, μας δίνει μια τραγική περιγραφή των σκλαβωμένων ακόμα Γιαννίνων στο παρακάτω κείμενό της:
Ο Ελληνικός Στρατός εισέρχεται δαφνοστεφής στα Ιωάννινα.
«Μετά τις επτά τα Ιωάννινα είναι πόλις έρημος, πεθαμένη. Τι ερημιά, τι σιωπή! Ουδείς κρότος ακούεται από τα σπίτια. Τα παράθυρα είναι σκοτεινά. Το στρατοδικείο εργάζεται διαρκώς. Αι έρευναι και αι συλλήψεις διαδέχονται αλλήλας. Οι επίσημοι, δικηγόροι, ιατροί, έμποροι της πόλεως εφυλακίσθησαν, χωρίς να είναι γνωστή η αιτία της φυλακίσεώς τους. Τα μπουντρούμια είναι γεμάτα από τους δυστυχείς αυτούς ανθρώπους τους οποίους δέρνουν ανηλεώς… Χωρικοί καταδικασθέντες υπό του στρατοδικείου εκρεμάσθησαν εις τα δέντρα των δρόμων… Το να εισάγει κανείς Ελληνική εφημερίδα εις τα Ιωάννινα είναι έγκλημα!.. Ο ένοχος εκτίθεται αναμφιβόλως εις κίνδυνον να κρεμασθεί».
Ο «Ισραηλίτης, πολίτης των Ιωαννίνων Νισήμ δε Κάστρο» όπως υπογράφει ο ίδιος, με το ποίημά του «Η ευχή της Μάνας», εκφράζει τον πόθο του να λάβει μέρος στον αγώνα για τη Λευτεριά και ζητάει την ευχή της μάνας του «για να δοξαστεί η φυλή» κι εκείνη τον ευλογεί και καταλήγει:
«…Στολίσου υιέ μου τ’ άρματα και φόρεσε το στέμμα
κι ορκίσου το ενώπιον της Παναγίας κι εμένα
που θα φυλάξεις την τιμή, του Έθνους τη Σημαία
και θα γυρίσεις νικητής, περήφανος μια μέρα»!
………………………………………………….
[http://ioannina1913.blogspot.gr/].
------------------------------
Ποιος ο υπογράψας την παράδοσιν των Ιωαννίνων
Απελευθέρωση των Ιωαννίνων, Βεχήπ Μπέης, Εσάτ Πασάς, Χρήστος Χρηστοβασίλης
Ο αδελφός του Εσάτ Πασά, Βεχήπ Βέης
Του Χρήστου Χρηστοβασίλη
Ο υπογράψας το πρωτόκολλον της παραδόσεως εκ μέρους του Εσάτ πασά αδελφού του, συνταγματάρχης Βεχήπ μπέης Χαλαστής, αρχηγός των οχυρωμάτων του Μπιζανίου των Ιωαννίνων κ.λπ..
Είναι ένας από τους εκλεκτότερους αξιωματικούς του Τουρκικού στρατού.
Εσπούδασεν εις την Γερμανία, αριστούχος, και έλαβε μέρος εις πολλάς εκστρατείας εις την Αραβίαν.
Αυτός ο Γιαννιώτης συνταγματάρχης είναι όνομα και πράγμα σιδερένιος στρατιώτης.
Στρατιωτικότερο παράστημα δεν έχει άλλος εις τον Τουρκικό στρατόν.
Μέτρια υψηλός, μέτρια σωματώδης, μαυροκόκκινος, καστανός μ’ ένα κεφάλι γιγάντιο.
Ομιλεί και νομίζεις πως βγάζει οβίδες από το στόμα του.
Έχει μέσα του βαθιά το αίσθημα της ευγνωμοσύνης και επιμένει σαν θεός!
Εις την συνταγματικήν επανάστασιν του 1908 διετάχθη να επιτεθεί εναντίων του στρατάρχου Οσμάν πασά και να τον συλλάβει.
Αυτό εγένετο εις το Μοναστήρι.
Πραγματικώς του επιτέθη και τον επολιόκρησεν εις τρόπον απελπιστικόν γι’ αυτόν.
Ο Οσμάν εδήλωσεν υποταγήν εις τους επαναστάτας και ο Βεχήπ επήγε να τον συλλάβει. Ο Οσμάν ήτο και είναι ακόμη ο ανδρειότερος και ο ακεραιότερος πασάς της Τουρκίας.
Οι Ηπειρώτες τον γνωρίζουν από τον καιρό που ήτο Γενικός Διοικητής των Ιωαννίνων, ως διώκτην των Αλβανών και προστάτην των Ελλήνων και όλης της Ηπείρου.
Ο Οσμάν πασάς, αν και εδήλωσεν υποταγή, δεν ήτο όμως και από τους ανθρώπους που παραδίδονται αδόξως.
Είχε σκοπό να φονεύσει τον αξιωματικό, που θα πήγαινε να τον αιχμαλωτίσει.
Τον εγνώριζαν καλά οι επαναστάται και γι’ αυτό έβαλαν τον Βεχήπ μπέη και να του επιτεθεί και να τον συλλάβει.
Ο Βεχήπ μπέης χρωστούσε κάποιαν ευγνωμοσύνην εις τον Οσμάν κι ήθελε να τον περιποιηθεί ως αιχμάλωτον, αλλά γνωρίζων τον Οσμάν καλά, επήγε βαδίζοντας προς τον θάνατον του.
Όταν ο Οσμάν είδε τον Βεχήπ να μπαίνει εις την αυλή του κονακιού του με το περίστροφο εις το χέρι βγήκε εις την θύρα, κι αυτός με το περίστροφο εις το χέρι, και του είπε:
Γιατί έρχεσε σε μένα;
Και ο Βεχήπ του απάντησε:
Έρχομαι να με σκοτώσεις πασά μου
Και πέταξε το περίστροφο από το χέρι του.
Το ίδιο έκανε κι ο Οσμάν αμέσως. Οι δυο αντίπαλοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν.
Ο Οσμάν δεν ήτο πλέον νικημένος και αιχμάλωτος.
Ύστερα από την ανακήρυξιν του Συντάγματος ο Βεχήπ με τον αδελφό του Εσσάτ έμειναν εις την Θεσσαλονίκην.
Εις την επανάστασιν της 31ης Μαρτίου 1909 τα δυο αδέλφια ηκολούθησαν την εκστρατείαν εναντίων της Κωνσταντινοπόλεως και ηνδραγάθησαν κατά την πολιορκίαν και την άλωσιν της.
Τότε ο Βεχήπ διωρίσθη Διοικητής όλων των Στρατιωτικών Σχολών της Κωνσταντινοπόλεως.
Ήτο ακόμα διοικητής των Στρατιωτικών Σχολών όταν ήρχισε ο Ιταλοτουρκικός πόλεμος.
Τότε οι καλύτεροι αξιωματικοί υπό την ηγεσία του Βεχήπ, συναθροίσθηκαν εις τον μέγαν Στρατώνα του Σελιμιέ και αποδοκίμασαν την Κυβέρνησιν και, ιδιαιτέρως τον υπουργόν Στρατιωτικών μέγαν και πολύ τότε Σιεβκέτ πασάν, ως αίτιον της στρατιωτικής ανεπάρκιας της Λιβύης, ένεκα του οποίου ημπόρεσαν οι Ιταλοί να καταλάβουν τας παραλιακάς πόλεις της Τουρκικής Αφρικής.
Το κίνημα επροδόθη και ο Σιεβκέτ πασάς με πολυάριθμον Επιτελείον εφάνη μπροστά των, ενώ αυτοί συνεδρίαζαν.
– Ποιος είναι ο Αρχηγός του κινήματος;
Ερώτησε ο Σιεβκέτ.
–Εγώ, στρατηγέ!
Αποκρίθηκε ο Βεχήπ.
Τότε επακολούθησε μια μακριά στιχομυθία μεταξύ Σιεβκέτ και Βεχήπ, και ο Σιεβκέτ έφυγε ηττημένος.
Την ίδια ημέρα ο Βεχήπ μετατίθετο εις το Μοναστήρι, αλλ’ ύστερα από ολίγον καιρόν τον επανέφεραν εις την Πόλη, και τον περασμένον Αυγουστό διωρίσθη από τον Ναζήμ πασάν αρχηγός των οχυρωμάτων των Ιωαννίνων και επιτελάρχης του αδελφού του Εσσάτ πασά.
Η άμυνα των Ιωαννίνων, εξίσου ένδοξος και για τους Τούρκους και για τους Έλληνας, έχει μεγάλην σχέσιν και με την ικανότητα του Βεχήπ.
Είναι και αυτός γιος του Χαλαστή, όπως κι ο Εσσάτ.
Τιμή εις τα παιδιά του Χαλαστή, για την γενναιότητα τους, αλλά τί τιμή πρέπει εις τον Διάδοχον του Ελληνικού Θρόνου, Κωνσταντίνον, που μπόρεσε να νικήσει τέτοια λιοντάρια Ηπειρώτες, που η τύχη των Ιωαννίνων τους επέταξε στο εχθρικό στρατόπεδο.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» το Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 1913.
Πηγή: egiannina.wordpress
------------------------------

Ιστορικό Αφιέρωμα για την Απελευθέρωση Ιωαννίνων

Πηγή: Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 1913. Τόμος Β΄
Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.
Ο Ελληνικός Στρατός του 1912, διαθέτοντας σχετικά περιορισμένες δυνάμεις και όντας υποχρεωμένος να διεξάγει επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δεν ήταν δυνατό να αναλάβει επιθετικές ενέργειες ταυτόχρονα και προς τις δύο αυτές κατευθύνσεις. Έτσι αποφασίστηκε να δοθεί προτεραιότητα στην απελευθέρωση της Μακεδονίας, αφού το επέβαλλαν σοβαροί εθνικοί λόγοι.
Στην Ήπειρο διατέθηκε αρχικά δύναμη μιας μεραρχίας περίπου, υπό τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη Κωνσταντίνο, με αμυντική κυρίως αποστολή που απέβλεπε στην εξασφάλιση της μεθορίου, η οποία άρχιζε από το Άκτιο (στον Αμβρακικό κόλπο), περνούσε από την Άρτα και κατέληγε στα Τζουμέρκα, συνολικού αναπτύγματος 150 χιλιομέτρων περίπου.
Παρ’ όλα αυτά, με την έναρξη του πολέμου, οι Ελληνικές δυνάμεις στην Ήπειρο (Στρατός Ηπείρου) πέρασαν τον Άραχθο και αφού κατέλαβαν, μετά από σύντομο αγώνα, διάφορα δεσπόζοντα υψώματα στα βορειοδυτικά της Άρτας, προέλασαν προς την Πρέβεζα την οποία απελευθέρωσαν στις 21 Οκτωβρίου 1912 και την οργάνωσαν ως βάση εφοδιασμού τους.
Μετά τις παραπάνω επιτυχίες, αλλά και την ευμενή εξέλιξη των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, το Υπουργείο Στρατιωτικών ενίσχυσε το Στρατό Ηπείρου με διάφορες μονάδες από το μακεδονικό μέτωπο και το εσωτερικό και μετέβαλε την αποστολή του από αμυντική σε επιθετική.
Επακολούθησαν σκληροί αγώνες, στη διάρκεια των οποίων τα Ελληνικά τμήματα κατέλαβαν στις 28 Οκτωβρίου 1912 την ισχυρή τοποθεσία Πέντε Πηγάδια και συνέχισαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο όγκος των τουρκικών δυνάμεων.
Παράλληλα, άλλα Ελληνικά τμήματα, που εξόρμησαν από την περιοχή της Καλαμπάκας, απελευθέρωσαν στις 31 Οκτωβρίου 1912 το Μέτσοβο.
Στο μεταξύ όμως οι συνθήκες του αγώνα είχαν μεταβληθεί σημαντικά, λόγω των δυσμενών καιρικών συνθηκών και της σοβαρής ενισχύσεως των Τούρκων με νέες δυνάμεις από την περιοχή του Μοναστηρίου.
Έτσι, η προέλαση του Ελληνικού Στρατού ανακόπηκε και οι αντίπαλοι περιορίστηκαν σε ανταλλαγή πυρών και αγώνα προφυλακών.
Tο τελευταίο δεκαήμερο του Νοεμβρίου 1912, ύστερα από απόφαση της Κυβερνήσεως να επιδιώξει την απελευθέρωση της Ηπείρου πριν από τη σύναψη συνθήκης ειρήνης μεταξύ των εμπολέμων, ο Στρατός Ηπείρου ενισχύθηκε με τη IΙ Μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη και ανέλαβε νέα επιθετική προσπάθεια.
Μετά όμως από αλλεπάλληλες ενέργειες, από 1 μέχρι 3 Δεκεμβρίου 1912, οι Ελληνικές δυνάμεις προσέκρουσαν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων, όπου και αναχαιτίστηκαν.
Επακολούθησε περίοδος στασιμότητας στο μέτωπο, μέχρι της ενισχύσεως του Στρατού Ηπείρου και με τις IV και VI Μεραρχίες από το Θέατρο Επιχειρήσεων Μακεδονίας, αφού στο μεταξύ είχε ολοκληρωθεί η απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και της Δυτικής Μακεδονίας και ήταν δυνατή η αποδέσμευση δυνάμεων για την επίσπευση της απελευθερώσεως της Ηπείρου.
Νέα επίθεση που έγινε από τις 7 μέχρι τις 10 Ιανουαρίου 1913, με κύρια προσπάθεια κατά του Οχυρού Μπιζάνι, αναχαιτίστηκε και πάλι από τους Τούρκους, με πολλές μάλιστα απώλειες για τις Ελληνικές δυνάμεις.
Τελικά σφοδρή επίθεση, που εκτοξεύτηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1913, είχε ως αποτέλεσμα τον αιφνιδιασμό των Τούρκων, ιδίως από τη βαθειά Ελληνική εισχώρηση στο δεξιό πλευρό τους και την «άνευ όρων» παράδοση στον Ελληνικό Στρατό της πόλεως των Ιωαννίνων, μετά δύο ημέρες (21 Φεβρουαρίου 1913) από τον Τούρκο Διοικητή Εσσάτ Πασά.
Η νίκη είχε βραβεύσει τις ακαταπόνητες προσπάθειες, τον απαράμιλλο ενθουσιασμό, τη φιλοπατρία και την ακλόνητη πίστη του Έλληνα μαχητή.
Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής Τουρκικής αντιστάσεως στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε πρώτιστα σοβαρή επίδραση στο Ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά και από την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς.
Ο ενθουσιασμός, με τον οποίο ο λαός των Ιωαννίνων δέχτηκε την είσοδο στην πόλη των Ελληνικών στρατευμάτων, κατόπτριζε και τον πανελλήνιο ενθουσιασμό, που ήταν πράγματι πρωτοφανής.
Μετά την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, οι IV και VI Μεραρχίες της Στρατιάς Ηπείρου μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Οι υπόλοιπες κινήθηκαν βορειότερα και μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913 απελευθέρωσαν τις περιοχές της Βόρειας Ηπείρου Αργυρόκαστρο, Χειμάρρα, Αγίους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα, ενώ η Κορυτσά είχε ήδη απελευθερωθεί από τις 7 Δεκεμβρίου 1912.
Ο ακραιφνής Ελληνικός πληθυσμός των περιοχών αυτών υποδέχτηκε με απερίγραπτο ενθουσιασμό τα Ελληνικά στρατεύματα.
Οι απελευθερωτικοί όμως αυτοί αγώνες και οι θυσίες του Ελληνικού Στρατού δεν είχαν τα προσδοκόμενα αποτελέσματα.
Οι προαιώνιοι πόθοι και τα όνειρα των Ελλήνων της Βόρειας Ηπείρου έμειναν τελικά ανεκπλήρωτα, αφού η Βόρεια Ήπειρος περιλήφθηκε με απόφαση των τότε Μεγάλων Δυνάμεων στο νεοσύστατο Αλβανικό Κράτος, αλλάζοντας απλώς κυρίαρχο.
------------
Η Οχυρή Τοποθεσία των Ιωαννίνων
 Πηγή: Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 1913. Τόμος Β΄.
Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Το υψίπεδο Ιωαννίνων έχει σχήμα ελλειψοειδές με μέγιστο μήκος 40 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή και μέγιστο πλάτος 22 χιλιόμετρα.
Το μέσο ύψος του από την επιφάνεια της θάλασσας είναι 500 περίπου μέτρα και στο κέντρο του βρίσκεται η ομώνυμη λίμνη καθώς και η πόλη των Ιωαννίνων.
Περιβάλλεται από υψηλούς, απότομους και δυσπρόσιτους ορεινούς όγκους με την οροσειρά Μιτσικέλι προς τα βορειοανατολικά, τα υψώματα του Δρίσκου προς τα ανατολικά, την Αετοράχη και το όρος Τόμαρος (Ολίτσικας) προς τα νότια και τις λοφοσειρές Χιντζηρέλου και Μεγάλη Τσουκα προς τα δυτικά.
Ενδιάμεσα υπάρχουν τα φύσει οχυρά υψώματα Δουρούτι, Μανολιάσα, Αυγό, Μπιζάνι και Καστρίτσα.
Το χειμώνα το ψύχος είναι δριμύ και οι χιονοπτώσεις πολλές, η δε ομίχλη είναι συνήθης με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η παρατήρηση.
Το οδικό δίκτυο κατά την περίοδο αυτή ήταν πολύ φτωχό.
Υπήρχε μόνο η σκυρόστρωτη οδός Άρτα – Φιλιππιάδα – Ιωάννινα – Ελαία, καθώς και μερικές δευτερεύουσες (καροποίητες) ορεινές οδοί μικρής αποδόσεως.
Η φύσει οχυρή αυτή τοποθεσία των Ιωαννίνων είχε οργανωθεί από τον καιρό της ειρήνης με πολλά μόνιμα και ημιμόνιμα έργα, που είχαν κατασκευαστεί με την ευθύνη του Διοικητή Πυροβολικού του Φρουρίου των Ιωαννίνων Αντισυνταγματάρχη Βεχήπ Μπέη και με την επίβλεψη γερμανικής στρατιωτικής αποστολής, υπό το Στρατηγό Φον Ντερ Γκόλτς.
Διάφορα πρόχειρα έργα εκστρατείας (πολυβολεία, ορύγματα, συρματοπλέγματα κ.λπ.) συμπλήρωναν και βελτίωναν την αμυντική ισχύ της τοποθεσίας.
Τέλος, είχε αναπτυχθεί πυκνό τηλεφωνικό δίκτυο, για την άνετη εξασφάλιση των επικοινωνιών.
Το βάρος της οχυρώσεως είχε δοθεί στο νότιο τομέα και ιδιαίτερα στα υψώματα της Μανολιάσας (Μεγάλη Ράχη, Προφήτης Ηλίας, Καστρί), Αυγού και Μπιζανίου (Μικρό, Μεγάλο Μπιζάνι) για την απαγόρευση του άξονα Άρτα – Ιωάννινα και την εξασφάλιση του συγκοινωνιακού και ανεφοδιαστικού κόμβου των Ιωαννίνων από την κατεύθυνση αυτή, από όπου προβλεπόταν και η μεγαλύτερη απειλή σε περίπτωση πολέμου της Τουρκίας με την Ελλάδα.
------------
Μεταφορά Νέων Ενισχύσεων στην Ήπειρο
Πηγή: Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 1913 . Τόμος Β΄.
Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού
Μετά την απόφαση του Υπουργείου Στρατιωτικών για την άμεση ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου με τις IV και VI Μεραρχίες, άρχισε από τις 12 Δεκεμβρίου η θαλάσσια μεταφορά των μεραρχιών αυτών από τη Θεσσαλονίκη στην Πρέβεζα.
Πρώτη μεταφέρθηκε η IV Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 228 αξιωματικών, 10.068 οπλιτών και 2.300 κτηνών.
Η Μεραρχία αμέσως μετά την αποβίβαση της κατευθύνθηκε στη Φιλιππιάδα, που είχε οριστεί ως χώρος συγκεντρώσεως.
Εκεί συμπληρώθηκε σε προσωπικό, υλικό και τρόφιμα και στη συνέχεια προωθήθηκε προς τη ζώνη επιχειρήσεων στο χώρο Χάνι Εμίν Αγά – Πέρδικα, όπου έφτασε στις 20 Δεκεμβρίου 1912.
Ακολούθησε η VI Μεραρχία που βρισκόταν στην Κορυτσά.
Η μεταφορά και αυτής έγινε θαλασσίως από τη Θεσσαλονίκη, γιατί η οδική κίνηση της μέσω Καστοριάς – Μετσόβου, όπως αρχικά είχε ζητηθεί από το Υπουργείο Στρατιωτικών, κρίθηκε από το Γενικό Στρατηγείο ασύμφορη και επικίνδυνη.
Η VI Μεραρχία, συνολικής δυνάμεως 7.400 αντρών, 1.800 κτηνών και 110 οχημάτων, άρχισε την επιβίβαση της στις 22 Δεκεμβρίου 1912 σε 18 ατμόπλοια και μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου είχε αποβιβαστεί στην Πρέβεζα, όπου οι μονάδες της συμπληρώθηκαν από επιστράτους που είχαν φτάσει εκεί από το εσωτερικό.
Στη συνέχεια και μέχρι τις 13 Ιανουαρίου 1913 η Μεραρχία, με διαταγή του Στρατηγείου Ηπείρου, μεταστάθμευσε στο άκρο δεξιό της διατάξεως του Στρατού Ηπείρου, στην περιοχή των χωριών Κορίτιανη – Πλαίσια – Καλέντζι.
Εκτός από αυτές τις δύο μεραρχίες, στις 29 Δεκεμβρίου 1912, έφτασε στην Πρέβεζα προερχόμενο από τη Χίο και το 7ο Σύνταγμα Πεζικού της II Μεραρχίας (Απόσπασμα Χίου), υπό το Συνταγματάρχη Πεζικού Δελαγραμμάτικα Νικόλαο, που αποτελούνταν από 4 τάγματα Πεζικού και δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες Κρουπ, συνολικής δυνάμεως 28 αξιωματικών και 4.475 οπλιτών.
Μέχρι τις 5 Ιανουαρίου 1913 το Απόσπασμα αυτό είχε προωθηθεί στο χ. Μυροδάφνη ως γενική εφεδρεία.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα προωθήθηκε στο Χάνι Εμίν Αγά και στην Κανέτα σημαντικός αριθμός πεδινών και βαρέων πυροβόλων.

Από τα πλεονάσματα εξάλλου των επιστράτων, που είχαν διατεθεί για τη συμπλήρωση του προσωπικού των μονάδων, συγκροτήθηκε ένα ανεξάρτητο τάγμα Πεζικού, με αποστολή να εξασφαλίσει τον κάτω ρου του Αχέροντα ποταμού σε συνεργασία με τα εκεί εθελοντικά τμήματα Προσκόπων.
------------
Γεγονότα και Επιχειρήσεις από 11 Ιανουαρίου μέχρι 15 Φεβρουαρίου 1913
Πηγή: Επίτομη Ιστορία των Βαλκανικών Πολέμων 1912 – 1913. Τόμος Β΄.
Γενικό Επιτελείο Στρατού / Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού.
Στις 10 Ιανουαρίου 1913 ο Αρχιστράτηγος Διάδοχος Κωνσταντίνος έφτασε και εγκατέστησε το Στρατηγείο του στη Φιλιππιάδα, αναλαμβάνοντας τη διοίκηση όλων των μονάδων που υπήρχαν στην Ήπειρο, καθώς και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων.
Το πρωί της επομένης ο Αρχιστράτηγος συναντήθηκε στο ύψωμα Κανέτα με τον Αντιστράτηγο Σαπουντζάκη και, αφού ενημερώθηκε για τη γενική κατάσταση και την πρόοδο των επιχειρήσεων, αποφάσισε να επιτεθεί κατά της οχυρωμένης τοποθεσίας Μπιζανίου, μετά από κατάλληλη ανασυγκρότηση των μονάδων του Στρατού Ηπείρου.
Για τη διατήρηση των δυνάμεων ακμαίων, διέταξε τις μεραρχίες να εξασφαλίσουν στα τμήματα τους την αναγκαία ανάπαυση, τηρώντας στις προφυλακές τους μόνο τις απαραίτητες δυνάμεις, οι οποίες και να εναλλάσσονται.
Στο πλαίσιο της ανασυγκροτήσεως η Μεραρχία Ηπείρου μετονομάστηκε σε VIII Μεραρχία και τη διοίκηση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού (VI και VIII Μεραρχίες) ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Σαπουντζάκης.
Το Απόσπασμα Χίου τέθηκε υπό τις διαταγές της IV Μεραρχίας και το Ανεξάρτητο Τάγμα διατέθηκε στη II Μεραρχία.
Ο Υποστράτηγος Μοσχόπουλος επανήλθε στη διοίκηση της IV Μεραρχίας και ο Υποστράτηγος Καλλάρης στη διοίκηση της II Μεραρχίας.
Συγκροτήθηκε Σύνταγμα Ιππικού Ηπείρου, από την ίλη Ιππικού που βρισκόταν στην Ήπειρο και δύο ακόμη ίλες που έφτασαν από τη Θεσσαλονίκη στις 13 Ιανουαρίου 1913.
Οι μεραρχίες παρέμειναν στις θέσεις τους, με εξαίρεση την προώθηση ενός τάγματος της IV Μεραρχίας στην παρυφή του χωριού Μανολιάσα μέχρι το βράδυ της 12ης Ιανουαρίου 1913, ύστερα από αγώνα και με σημαντικές απώλειες.
Στις 17 Ιανουαρίου 1913 το Γενικό Στρατηγείο, μετά από σχετική έγκριση του Υπουργείου Στρατιωτικών, διέταξε την αποστράτευση όλων των εθελοντικών σωμάτων, εκτός από αυτά που βρίσκονταν στην περιοχή του Αχέροντα και του Ολίτσικα, γιατί η παρουσία τους μετά τη σημαντική ενίσχυση του Στρατού Ηπείρου δεν κρινόταν απαραίτητη.
Επιπλέον, επειδή τα σώματα αυτά δεν ήταν πλήρως οργανωμένα στρατιωτικώς και εκπαιδευμένα, είχαν παρουσιάσει αυξημένες απώλειες καθώς και κρούσματα απειθαρχίας, ιδίως σε βάρος των κατοίκων της περιοχής.
Οι άντρες, αφού παρέδιναν τον οπλισμό τους στους επικεφαλής αξιωματικούς τους, θα επανέρχονταν στις εστίες τους.
Την ίδια ημέρα επίσης ο Αρχιστράτηγος έστειλε προσωπική επιστολή στον Αρχηγό των τουρκικών δυνάμεων Ιωαννίνων Εσσάτ Πασά, με την οποία του ζητούσε να παραδώσει την πόλη, ώστε να αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία, αφού άλλωστε η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την έναρξη της Συνδια-σκέψεως στο Λονδίνο είχε παραιτηθεί κάθε δικαιώματος από τα εδάφη μεταξύ της Αδριατικής και της Θράκης.
Ο στρατός που υπερασπιζόταν τα Ιωάννινα θα ήταν ελεύθερος να μεταφερθεί σε τόπο κοινής αποφάσεως με τον οπλισμό και τα εφόδια του.
Η απάντηση του Εσσάτ Πασά δόθηκε μετά από δύο ημέρες και ήταν αρνητική.
Επακολούθησε άμεση ενημέρωση της Κυβερνήσεως και εντατική μεταφορά και συγκέντρωση πυρομαχικών και τροφίμων για τη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων.
Επίσης έγιναν διευθετήσεις στο ορεινό οδικό δίκτυο και διανοίχθηκαν νέοι δρόμοι για τις ανάγκες του πεδινού πυροβολικού.
Ο καιρός στο μεταξύ χειροτέρευσε και πυκνό χιόνι κάλυψε την περιοχή, ενώ συχνά η ομίχλη δυσχέραινε την παρατήρηση και οι άντρες υπέφεραν από το δριμύ ψύχος.
Το Απόσπασμα Μετσόβου, που είχε από τις 11 Ιανουαρίου 1913 προωθήσει το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων του στη γραμμή των χωριών Γότιστα – Δεμάτι – Ιτιά – Τρίστενο – Γρεβενίτι, διατάχθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1913 να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του, ώστε να έχει ετοιμότητα επιθέσεως για την κατάληψη του Δρίσκου και, σε ευνοϊκές συνθήκες, να συνεχίσει την προέλαση του προς τα νότια της λίμνης Ιωαννίνων.
Στις 6 Φεβρουαρίου, επισκέφθηκε το μέτωπο ο Πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος για να σχηματίσει από κοντά σαφή εικόνα της εκεί καταστάσεως και επιπλέον να συνεννοηθεί προσωπικά με τον Αρχιστράτηγο και να καθορίσουν από κοινού με ποιό τρόπο οι παραπέρα στρατιωτικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το εθνικό συμφέρον.
Ο Πρωθυπουργός μετά τη Φιλιππιάδα, όπου ήταν το Γενικό Στρατηγείο, συνοδευόμενος από τον Αρχιστράτηγο επισκέφθηκε τον τομέα του μετώπου στο Μπιζάνι και στη συνέχεια αναχώρησε για την Πρέβεζα, προκειμένου να επιστρέψει στην Αθήνα.
Στις 9 Φεβρουαρίου 1913 , το Γενικό Στρατηγείο κοινοποίησε γενικές οδηγίες προς όλες τις μονάδες για την έγκαιρη μελέτη και προπαρασκευή της επικείμενης επιχειρήσεως. Σύμφωνα με τις οδηγίες αυτές, η κύρια προσπάθεια θα κατευθυνόταν προς τον τομέα Μπιζάνι – Κουτσελιό – Καστρίτσα και θα αναλαμβανόταν από τις II, VI, VIII Μεραρχίες και το Απόσπασμα Μετσόβου, με ταυτόχρονη δευτερεύουσα ενέργεια από το Απόσπασμα Ολίτσικα και την IV Μεραρχία προς τα υψώματα Άγιος Νικόλαος και Μανολιάσα αντίστοιχα.
Η όλη ενέργεια θα συνδυαζόταν με προέλαση της III Μεραρχίας και Αποσπάσματος της V Μεραρχίας από την Κορυτσά και τη Φούρκα προς τα νότια.
Στο μεταξύ στις 8 Φεβρουαρίου 1913, έφτασε στην Καλαμπάκα, προερχόμενο από τη Θεσσαλονίκη, το 4ο Σύνταγμα Πεζικού της I Μεραρχίας.
Ο διοικητής του, Συνταγματάρχης Παπακυριαζής Ιωάννης, έλαβε εντολή από το Γενικό Στρατηγείο να συγκροτήσει Μικτή Ταξιαρχία από το 4ο Σύνταγμα, το πρώην Απόσπασμα Μήτσα που βρισκόταν στο Μέτσοβο, ένα τάγμα που είχε σταλεί από το εσωτερικό και μια ταχυβόλο πυροβολαρχία, με σκοπό να διανοίξει τη διάβαση Δρίσκου και να συνδράμει στη γενική επίθεση κατά των Ιωαννίνων, καταλαμβάνοντας την Καστρίτσα.
Από τις 15 Φεβρουαρίου 1913 η Ταξιαρχία αυτή τέθηκε στη διάθεση του Τμήματος Στρατιάς Δεξιού.
Αποστολή της ήταν να εξασφαλίσει το Μέτσοβο με μικρό τμήμα, ενώ με τις υπόλοιπες δυνάμεις της, αφού εκκαθαρίσει την περιοχή, να περάσει τον Άραχθο και να επιτεθεί κατά των τουρκικών δυνάμεων στα χωριά Δαφνούλα και Δρίσκος και να συνδεθεί με το Τμήμα Στρατιάς Δεξιού.
Με άλλη διαταγή συγκροτήθηκε γενική εφεδρεία από το 15ο Σύνταγμα Πεζικού, το Ιο Σύνταγμα Ευζώνων και ένα τάγμα του 17ου Συντάγματος, η οποία συγκεντρώθηκε στα χωριά Αετοράχη και Ελληνικό.
Στις 12 Φεβρουαρίου 1913, εξάλλου, αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα μία μοίρα Πεδινού Πυροβολικού (των δύο πυροβολαρχιών), προερχόμενη από τη Θεσσαλονίκη και διατέθηκε στο Διοικητή Πυροβολικού Στρατιάς.

Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα οι Τούρκοι ασχολήθηκαν εντατικά με τη συμπλήρωση της αμυντικής τους οργανώσεως, κυρίως στο Οχυρό Μπιζάνι και στην περιοχή του χωριού Κουτσελιό.
------------------------------
 





------------------------------
Οι εξήντα πέντε (65) φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από τον επίσημο διαδικτυακό τόπο τού Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμύνης.
































































------------------------------
*******
Η Μάχη τού Κιλκίς - Λαχανά
Η φονικότερη μάχη των Βαλκανικών Πολέμων, και από τις πλέον φονικές μάχες τού Ελληνισμού, την Μάχη τού Κιλκίς. Παραθέτουμε στοιχεία για την Μάχη, όπως τα μεταγράψαμε από την σχετική σελίδα τού επισήμου διαδικτυακού τόπου τού Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Και εδώ πολέμησε ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ.
Ιστορικό Μάχης
Μετά την σύναψη της συνθήκης ειρήνης στο Λονδίνο των Βαλκανικών κρατών με την Τουρκία (17 Μαΐου 1913), ήλθε η ώρα να ξεκαθαρίσουν αυτά τις μεταξύ τους διαφορές για την διανομή των εδαφών που κατείχε στην Βαλκανική η Τουρκία.
Οι απαιτήσεις της Βουλγαρίας την εποχή εκείνη απέβλεπαν στην επέκτασή της σ’ ολόκληρη την Μακεδονία.
Η Σερβία και η Βουλγαρία, είχαν συνάψει συμφωνία διανομής των εδαφών, αλλά η Σερβία δεν αναγνώριζε πλέον την συμφωνία αυτή, διότι, ενώ υπολόγιζε ότι στο μερίδιό της θα περιλαμβάνεται και η Αλβανία και έτσι θα αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική, τώρα με την ίδρυση του Αλβανικού κράτους περιορίζονταν τα κέρδη της προς Δυσμάς.
Η Βουλγαρία όμως επέμενε να πάρει όλα τα συμφωνηθέντα εδάφη.
Οι Σέρβοι ανεγνώριζαν τα δικαιώματα της Ελλάδας για τα εδάφη τα οποία είχε απελευθερώσει ο Ελληνικός Στρατός, η Βουλγαρία όμως επεδίωκε να εκδιώξει την Ελλάδα από τα εδάφη αυτά και να ιδρύσει την μεγάλη Βουλγαρία της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου του 1878.
Η Ελλάδα και η Σερβία την 19η Μαΐου 1913 συνδέονται με αμυντική συμμαχία.
Ήδη η Βουλγαρία είχε πάρει απόφαση για αιφνιδιαστική επίθεση κατά του Ελληνικού και Σερβικού Στρατού.
Την νύκτα 16 με 17 Ιουνίου 1913 οι Βούλγαροι χωρίς να κηρύξουν τον πόλεμο, επιτίθενται αιφνιδιαστικά κατά των Ελλήνων και των Σέρβων.
Με την αιφνιδιαστική τους επίθεση κατορθώνουν ν’ αρπάξουν τη Γευγελή και να διακόψουν κάθε επικοινωνία μεταξύ Ελλήνων και Σέρβων.
Προσωρινά όμως αναστέλλουν την πορεία τους προς την Θεσσαλονίκη, γιατί δεν πετυχαίνουν να εκτοπίσουν τους Σέρβους πέρα από τον Αξιό.
Εγκαθίστανται υποχρεωτικά στα γύρω υψώματα, στη γραμμή ΚΙΛΚΙΣ - ΛΑΧΑΝΑ.
Η τοποθεσία έχει πολλά αμυντικά πλεονεκτήματα.
Το έδαφος είναι τελείως ακάλυπτο και παρέχει άριστη παρατήρηση και πεδία βολής.
Κρατώντας αυτήν τη γραμμή οι Βούλγαροι προφυλάσσουν τις ΣΕΡΡΕΣ, το ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟ, τη ΔΟΙΡΑΝΗ και τη ΓΕΥΓΕΛΗ, διατηρούν τις γέφυρες του Στρυμόνα, που έχουν σημασία για τον εφοδιασμό τους και εξασφαλίζουν την υπόχωρησή τους δια της ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑΣ σε περίπτωση ανάγκης.
Οι Βούλγαροι παρέταξαν 32 Τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα.
Η συνολική δύναμη του Ελληνικού Στρατού, ανερχόταν σε 73 Τάγματα Πεζικού, 33 Πεδινές Πυροβολαρχίες, 9 Ορειβατικές, 8 Ιλες και 8 Ημιλαρχίες.
Την νύκτα της19ης Ιουνίου 1913 τέσσερις (4) Ελληνικές Μεραρχίες ( 2η – 3η – 4η – 5η) και η Ταξιαρχία Ιππικού κινούνται με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη του Κιλκίς.
Συναντούν τις βουλγαρικές προφυλακές, οι οποίες αμύνονται με πείσμα.
Διεξάγεται αγώνας σκληρός και πεισματώδης, τα στρατεύματα μας κερδίζουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφος.
Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού μάχεται στα υψώματα του χωριού ΜΑΝΔΡΕΣ.
Ανατολικά της ΠΙΚΡΟΛΙΜΝΗΣ μάχεται το 16ο Σύνταγμα Πεζικού.
Όσο προχωρεί η ημέρα, η επίθεση γενικεύεται.
Οι Μεραρχίες υφίστανται τρομερές απώλειες, μα στο τέλος οι Βούλγαροι υποχωρούν στη γραμμή Λειψυδρίου-Λόφου Μαυρονερίου-Γυναικοκάστρου.
Πέφτει το σκοτάδι.
Οι Βούλγαροι την ημέρα αυτή υποχώρησαν, αλλά ο αγώνας δεν κρίθηκε.
Ξημερώματα της 20ης Ιουνίου 1913, τα ηρωϊκά Συντάγματα της 5ης Μεραρχίας, (16ο, 22ο και 23ο), ύστερα από σκληρό και φονικό αγώνα καταλαμβάνουν το σιδηροδρομικό σταθμό ΚΡΗΣΤΩΝΗΣ, το νότιο τμήμα του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ και τα βοηθητικά του υψώματα.
Όμως παρά την ηρωική τους προσπάθεια δεν κατορθώνουν να προχωρήσουν προς Κιλκίς, γιατί το έδαφος θερίζεται από τα βουλγαρικά πυρά.
Η 4η Μεραρχία μαχόμενη γενναία, καταλαμβάνει το μεσημέρι τα ανατολικά του χωριού ΚΡΗΣΤΩΝΗ υψώματα και φθάνει μπροστά από την κύρια γραμμή αμύνης του εχθρού.
Οι απώλειές της είναι τρομερές.
Η 2α Μεραρχία προελαύνει κάτω από τα πυρά των Βουλγάρων, ανατρέπει τον εχθρό και καταλαμβάνει τα ανατολικά του χωριού ΠΟΤΑΜΙΑ υψώματα.
Η 3η Μεραρχία, μετά από σφοδρό αγώνα, ανατρέπει επίσης τους Βουλγάρους και καταλαμβάνει τα χωριά ΛΕΒΕΝΤΟΧΩΡΙ, ΒΑΠΤΙΣΤΗΣ και ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ.
Η Ταξιαρχία Ιππικού προελαύνει προς τα χωριά ΜΕΓΑΛΗ ΒΡΥΣΗ και ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ, αλλά λόγω της αφίξεως εχθρικών ενισχύσεων, αναγκάζεται να αποσυρθεί.
Παρ’ όλες τις νίκες του Ελληνικού Στρατού, το Κιλκίς βρίσκεται ακόμη στα χέρια των Βουλγάρων.
Πρέπει όμως οπωσδήποτε να καταληφθεί.
Γεμάτος αγωνία ο Αρχιστράτηγος, στέλνει προς όλες τις Μεραρχίες την ιστορική διαταγή, που δείχνει και το βάθος της ανησυχίας, αλλά μαζί και την αλύγιστη θέληση για τη νίκη: «ΑΥΡΙΟ ΑΞΙΩ ΤΗΝ ΠΤΩΣΙΝ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ».
Tα χαράματα της 21ης Ιουνίου 1913, ώρα 03:30, η επίθεση προς το Κιλκίς αρχίζει.
Τα ηρωικά Συντάγματα της 2ης Μεραρχίας (1ο και 7ο) ακάθεκτα ορμούν κατά των Βουλγάρων.
Εντός 15 λεπτών πλησιάζουν την πρώτη γραμμή αμύνης του εχθρού.
Οι Βούλγαροι βάλλουν με πυκνά πυρά κατά των Ελλήνων.
Μετά σκληρό αγώνα στις 04:10 το πρωϊ κυριεύεται η πρώτη γραμμή αμύνης.
Πίσω όμως από την πρώτη υπάρχει η 2η γραμμή.
Εναντίον αυτής ορμούν τώρα ακάθεκτα με τη λόγχη οι Έλληνες.
Στις 05:00 το πρωϊ καταλαμβάνουν και αυτή τη γραμμή αμύνης και προχωρούν με αλαλαγμούς, εναντίον της 3ης και σπουδαιότερης γραμμής των Βουλγάρων.
Εδώ διεξάγεται αγών άνισος.
Οι Έλληνες προχωρούν απτόητοι κάτω από τα βουλγαρικά πυρά. Οι Βούλγαροι αμύνονται με πείσμα.
Στον αγώνα εμπλέκεται και το 3ο Σύνταγμα.
Οι Βούλγαροι ενεργούν σφοδρές αντεπιθέσεις.
Χάρις όμως στη δραστηριότητα των εναπομεινάντων αξιωματικών του 1ου και 7ου Συντάγματος και στον απαράμιλλο ηρωισμό των στρατιωτών μας, αποκρούονται οι αντεπιθέσεις.
Ακολουθούν νέες επιθέσεις των Ελλήνων.
Τα Συντάγματα κερδίζουν διαρκώς έδαφος, καταλαμβάνουν τα χαρακώματα της τελευταίας γραμμής και διώχνουν από αυτά τους Βουλγάρους.
Οι άλλες προ του Κιλκίς Μεραρχίες (4η, 5η και 3η) συνεχίζουν από τις πρωϊνές ώρες, τον εναντίον των Βουλγάρων αγώνα.
Οι Βούλγαροι προβάλλουν ισχυρή αντίσταση και με τα κανόνια κτυπούν μανιασμένα τους Έλληνες.
Ο αγώνας όμως συνεχίζεται.
Στις 11:00 η ώρα το πρωϊ, το Κιλκίς καταλαμβάνεται και 11:15 η Ελληνική σημαία κυματίζει περήφανα στο ύψωμα του Αγίου Γεωργίου.
Παντού οι Βούλγαροι τρέπονται σε άτακτη φυγή.
Η τριήμερη Μάχη του Κιλκίς έληξε.
Η νίκη υπήρξε σημαντική και προδίκασε την έκβαση του 2ου Βαλκανικού Πολέμου.
Από το Κιλκίς τα ελληνικά στρατεύματα προχώρησαν στην ΔΟΪΡΑΝΗ, στην ΚΕΡΚΙΝΗ, στην ΣΤΡΩΜΝΙΤΣΑ, στο ΔΕΛΗ ΡΙΣΑΡ, στα στενά της ΚΡΕΣΝΑΣ.
Μεγάλο το μέγεθος της νίκης του Κιλκίς, μεγάλο και το τίμημα της εξαγοράς της. 8.652 άνδρες εκτός μάχης.
Με τέτοιες θυσίες η Ελλάδα, απέκρουσε αποφασιστικά την προσπάθεια ανατροπής των συνόρων της και τις βλέψεις της γείτονος χώρας στα εδάφη της.
Συνέβαλε αποφασιστικά στην παγίωση του σχηματιζόμενου τότε χάρτη της Βαλκανικής και έδειξε ότι ο σεβασμός αυτών των συνόρων και η ειρηνική συνύπαρξη, είναι ο μόνος εφικτός δρόμος για τις χώρες της περιοχής.
------------------------------
Παραθέτουμε αποσπάσματα από αναρτήσεις στο Διαδίκτυο, για την Μάχη τού Κιλκίς, καθώς και τους σχετικούς διαδικτυακούς συνδέσμους (link):
Μάχη το Κιλκίς
Το κ. Δημητρίου Νατσιο, Δασκάλου – Θεολόγου

«Ὅλα τά εἶχα προβλέψει, τά εἶχα σκεφθεῖ, ὅλα ἐκτός ἀπό τήν τρέλλα τῶν Ἑλλήνων». Εἶναι λόγια τοῦ Νικολάου Ἰβανώφ, ἀντιστρατήγου, διοικητῆ τῆς 2ης Βουλγαρικῆς Στρατιᾶς, μετά τήν ἥττα του στό Κιλκίς.
……………………
Στίς 19 Μαίου τοῦ 1913 ὑπεγράφη στη Θεσσαλονίκη ἡ συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ἑλλάδας καί Σερβίας γιά νά ἀντισταθμίσει τίς ἐνέργειες τῶν Βουλγάρων, πού συγκέντρωναν μυστικά τό στρατό τους, γιά νά χτυπήσουν αἰφνιδιαστικά τούς πρώην συμμάχους τους. Μία τελευταία προσπάθεια τῶν κυβερνήσεων Ἑλλάδας καί Σερβίας, γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ σύγκρουση, ματαίωσαν οἱ ἴδιοι οἱ Βούλγαροι μέ τήν ἀξίωσή τους νά ἁπλωθοῦν σ’ ὁλόκληρη τή ΝΔ Μακεδονία, τήν ὁποία κατεῖχε ὁ λληνικός Στρατός. Ἔτσι ὁδηγήθηκαν τα πράγματα στήν σύγκρουση.
Στίς 16 Ἰουνίου τοῦ 1913 οἱ Βούλγαροι, ἀφοῦ μετέτεφεραν τίς περισσότερες δυνάμεις τους ἀπό τή Θράκη στή Μακεδονία πρός τήν πλευρά τῶν Ἑλλήνων καί τῶν Σέρβων ἄρχισαν σφοδρότατη ἐπίθεση. Γιά τούς Ἕλληνες καί τούς Σέρβους δέν ἀπέμενε παρά μονάχα ἡ γενική ἀντεπίθεση. Ἀλλά πρίν ἀπό κάθε ἄλλη ἐνέργεια ὁ στρατός μας ξεκαθάρισε τήν Θεσσαλονίκη ἀπό τούς Βουλγάρους, πού μέ δόλο εἶχαν εἰσδύσει στήν πρωτεύουσα τῆς Μακεδονίας, ἀπό τήν ἡμέρα κιόλας τῆς ἀπελευθέρωσής της. Καί ὕστερα ἄρχισαν οἱ μεγάλες ἐπιχειρήσεις. Καί πρώτη στή σειρά ἡ ἔνδοξη μάχη τοῦ Κιλκίς.
Τό Γενικό Ἐπιτελεῖο Στρατοῦ στήν ἔξοχη πολύτομη ἔκδοσή του, πού ἐπιγράφεται «ὁ Ἑλληνικός Στρατός κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους τοῦ 1912-1913 (Ἀθήνα, 1932)» περιγράφει μέ θαυμαστό καί ἀναλυτικό τρόπο ὅλες τίς φάσεις τῆς πολεμικῆς ἐκείνης ἐπιχείρησης, πού δόξασε γιά μία φορά ἀκόμη τά ἑλληνικά ὄπλα καί ὑπῆρξε θέατρο ἀσύγκριτων ἡρωισμῶν τῶν ἀξιωματικῶν καί τῶν ἀνδρῶν τοῦ στρατοῦ μας.
Στά νότια του Κιλκίς ἤσαν γερά ὀχυρωμένοι οἱ Βούλγαροι καί 4 μεραρχίες τοῦ κέντρου τούς χτύπησαν δυνατά στίς 19 Ἰουνίου 1913. Στίς 20 Ἰουλίου, δεύτερη μέρα της μάχης, τό Γενικό Στρατηγεῖο πρόσταξε γενική ἐπίθεση ἀπό τήν αὐγή σέ ὅλο τό μέτωπο. Κι ἐνῶ στό δεξιό ἄκρο τοῦ μετώπου ἡ 7η Μεραρχία ἀνέτρεψε τούς ἀπέναντι ἐχθρούς της καί μπῆκε στή Νιγρίτα, οἱ μεραρχίες τοῦ κέντρου προχωροῦν πρός τό Κιλκίς μέ πολύ ἀργό ρυθμό, γιατί ἡ ἄμυνα τῶν Βουλγάρων, πού ἔκαναν συνεχῶς ἰσχυρές ἀντεπιθέσεις, ἦταν ἀποφασιστική καί πεισματώδης. Στόν τομέα τοῦ Λαχανά ἡ 1η Μεραρχία (στρατηγός Μανουσογιαννάκης) προχώρησε πιό γρήγορα πρός τίς νότιες προσβάσεις τῆς ὀχυρωμένης τοποθεσίας καί κυρίευσε καί 6 ἐχθρικά κανόνια.
Τό δειλινό τῆς 20ης Ἰουνίου ἡ κατάσταση εἶναι πολύ κρίσιμη. Ἡ ἀντίσταση τῶν Βουλγάρων εἶναι λυσσαλέα. Τό ἑλληνικό πεζικό ἔπρεπε νά τούς βγάζει μέ τίς λόγχες ἀπό τά χαρακώματά τους καί οἱ ἀπώλειες ἦταν τεράστιες. Τό Γενικό Στρατηγεῖο ἔστειλε νέα διαταγή στίς Μεραρχίες τοῦ κεντρικοῦ μετώπου νά κυριεύσουν «πάση θυσία» τό Κιλκίς, πρίν σκοτεινιάσει. Ἡ 2η Μεραρχία (στρατηγός Καλάρης) σέ ἐκτέλεση τῆς διαταγῆς ἐνήργησε νυκτερινή ἐπίθεση. Μέ ἐπικό ἀγώνα, φοβερές ἀπώλειες (οἱ περισσότεροι ἀξιωματικοί τέθηκαν ἐκτός μάχης). Ἀνατρέποντας τήν μία μετά τήν ἄλλη τίς 3 γραμμές ἄμυνας τῶν Βουλγάρων, στίς 9:40 τό πρωί τῆς 21ης Ἰουνίου, ἡ γαλανόλευκη κυματίζει στήν πόλη καί περιχαρής ὁ διοικητής στρατηγός Καλάρης τηλεγραφεῖ στό Γενικό Ἐπιτελεῖο: «Ἀγγέλω νίκην Κιλκίς. Ἐχθρός ὑποχωρεῖ ἐγκαταλείψας ὀχυρωμένας θέσεις…» Τό κάστρο τοῦ Βουλγαρισμοῦ πάρθηκε. Ἀλλά μέ πόσες θυσίες! Κατά ἀνακοίνωση τοῦ Στρατηγείου οἱ ἀπώλειες ἀνῆλθαν σέ 10.000 νεκρούς καί τραυματίες. (Ὁ Γαβριήλ Συντομόρου, στό βιβλίο τοῦ «Σαραντάπορο, Κιλκίς, Λαχανᾶς: οἱ πρῶτες μας νίκες», ἔκδ. Ζῆτρος, γράφει: «Στήν πραγματικότητα οἱ ἀπώλειες αὐτές δέν πρέπει νά ξεπέρασαν τούς 8.670 νεκρούς καί τραυματίες, σέ σύνολο περίπου 110.000 περίπου ἀνδρῶν τῶν 8 Μεραρχιῶν καί τῆς Ταξιαρχίας Ἱππικοῦ, πού πῆραν μέρος στή τριήμερη μάχη Κιλκίς – Λαχανά). Εἶναι χαρακτηριστικό της μάχης ὁ θάνατος 10 διοικητῶν μονάδων, οἱ ὁποῖοι πρόβαλλαν τήν προσωπική τους συμπεριφορά καί ἐθελοθυσία ὡς παράδειγμα μίμησης στούς ἄνδρες τους. Παραθέτουμε τά ὀνόματα τῶν ἡρώων, τιμώντας ἔτσι καί τούς χιλιάδες «ἀγνώστους στρατιῶτες» τους, πού πάντοτε θά τούς εὐγνωμονεῖ τό ἔθνος μας: Καμάρας, Καμπάνης, Παπακυριαζῆς, Κορομηλᾶς, Καραγιαννόπουλος, Διαλέτης, Κουτήφορης, Κατσιμήδης, Χατζόπουλος, Ἰατρίδης… Αἰωνία ἡ μνήμη… Τά «κόκκαλα» τους τά ἱερά πότισαν τήν λευτεριά μας.
……………………
Κλείνουμε μέ τούς στίχους τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητῆ Κωστῆ Παλαμᾶ, πού τούς ἀπήγγειλε τό 1928, κατά τά ἀποκαλυπτήρια του μνημείου πού δεσπόζει στό ἡρῶον τῆς μάχης. Ὁ ὕμνος ὀνομάζεται «ἡ Πατρίδα στούς νεκρούς της» Νά, πῶς τελείωνε ὁ ποιητής:
« -  Παιδιά μου, ὅσοι, προφῆτες μου, στρατιῶτες, ἀρχηγοί,
 σάν τά λιοντάρια στήσατε κορμιά καί σάν τά κάστρα,
 καί μεσ’ στή μακεδονική ματοθρεμμένη γῆ
βάλατε τήν εἰκόνα μου φερτή σάν ἀπό τ΄ ἄστρα
 στοῦ Λαχανά καί στοῦ Κιλκίς τήν ἐκκλησιά τήν πλάστρα,
πνοές κι ἄν πλανάστε σ’ ἄλλη ζωή, λείψανα κι ἄν κοιμάστε,
σᾶς λειτουργῶ στή δόξα μου. Μακαρισμένοι νά ‘στέ».
------------------------------
Η Μάχη τού ΚιλκίςΛιθογραφία του Σωτήρη Χρηστίδη (1858-1940)
…………
Η Ελληνική επίθεση εκδηλώθηκε το πρωί της 19ης Ιουνίου 1913, σύμφωνα με το επιτελικό σχέδιο.
Η 1η Μεραρχία με διοικητή τον αντιστράτηγο Μανουσογιαννάκη και η 6η Μεραρχία με διοικητή τον συνταγματάρχη Δελαγραμάτικα ενήργησαν επίθεση στον ορεινό τομέα του Λαχανά, οι Μεραρχίες 2η (διοικητής Υποστράτηγος Καλάρης), 3η (διοικητής Υποστράτηγος Δαμιανός), 4η (Υποστράτηγος Μοσχόπουλος), 5η (Συνταγματάρχης Γεννάδης) διατέθηκαν για τη βασική επιθετική ενέργεια στο Κιλκίς.
Η 10η Μεραρχία υπό τον Συνταγματάρχη Παρασκευόπουλο επιτέθηκε κατά των υψωμάτων του Καλίνοβου.
Η ταξιαρχία του Ιππικού υπό τον Συνταγματάρχη Ζαχαρακόπουλο συνέδεε τις τέσσερεις μεραρχίες του «κέντρου» με την 10η.
Η συνολική δύναμη των Ελληνικών δυνάμεων ανερχόταν σε 117.861 άνδρες και 176 κανόνια.
Την αμυντική γραμμή των Βουλγάρων υπερασπιζόταν η 2η Στρατιά υπό τον στρατηγό Ιβανώφ, με δύναμη άνω των 40.000 ανδρών.
Οι μάχες από την πρώτη στιγμή ήταν πεισματώδεις και πολλές φορές εκ του συστάδην: σώμα με σώμα και εφ’ όπλου λόγχη.
Οι Ελληνικές απώλειες υπήρξαν μεγάλες.
Λόγω του λοφώδους και γυμνού εδάφους της περιοχής, οι Έλληνες στρατιώτες ήταν διαρκώς εκτεθειμένοι στα εχθρικά πυρά.
Μετά από σφοδρές, κατά κύματα, επιθέσεις, ο Ελληνικός Στρατός το βράδυ της 20ης Ιουνίου βρέθηκε σε απόσταση ολίγων εκατοντάδων μέτρων από τις πρώτες οχυρωματικές θέσεις των υπερασπιστών του Κιλκίς.
Οι Βούλγαροι είχαν δημιουργήσει ένα εκτεταμένο δίκτυο ορυγμάτων, τα οποία ήταν ενισχυμένα με πρόχειρα, αλλά καλοφτιαγμένα πυροβολεία.
Ήταν βέβαιο ότι μία κατά μέτωπο επίθεση θα στοίχιζε στους επιτιθέμενους σημαντικές απώλειες και θα τους καθήλωνε για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Γι’ αυτό, το επιτελείο διέταξε την 2α Μεραρχία να εκτελέσει πλευρικό νυχτερινό αιφνιδιασμό, που ήταν απολύτως επιτυχημένος.
Μόλις ξημέρωσε η 21η Ιουνίου επιτέθηκαν και οι υπόλοιπες τρεις μεραρχίες του κεντρικού τομέα.
Στις 11 το πρωί οι Βούλγαροι άρχισαν να υποχωρούν σε όλο το μήκος του μετώπου με κατεύθυνση τη Δοϊράνη και τον Στρυμώνα.
Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος διέταξε την 4η και 5η Μεραρχία να τους καταδιώξουν.
Το ισοπεδωμένο Κιλκίς ήταν υπό Ελληνικό έλεγχο.
Αμέσως σχεδόν ξέσπασε οξεία αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας για τις εκτεταμένες καταστροφές, που προκλήθηκαν στο Κιλκίς.
Η βουλγαρική πλευρά κατηγόρησε τον Ελληνικό Στρατό ότι πυρπόλησε την πόλη, ενώ το Ελληνικό στρατηγείο υποστήριξε ότι την πόλη πυρπόλησαν οι υποχωρούσες βουλγαρικές μονάδες.
Ο ανταποκριτής των Τάιμς του Λονδίνου Κρόφορντ Πράις θα γράψει:
Η πόλις του Κιλκίς εκαίετο ήδη όταν είχον εισέλθει εις αυτήν οι Έλληνες, συνεπεία του πυρός του πυροβολικού - γεγονός άξιον ιδιαιτέρας προσοχής, αφού ακολούθως υπεστηρίχθη ότι δήθεν επυρπολήθη υπό του νικηφόρου στρατού.
Στο δεξιό της Ελληνικής παρατάξεως, η 1η και η 6η Μεραρχία έδωσαν πείσμονες μάχες για να καταλάβουν τα υψώματα του Λαχανά.
Η 1η Μεραρχία είχε πιο εύκολο έργο, καθώς προχώρησε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση.
Αντίθετα, η 6η Μεραρχία αντιμετώπισε ισχυρότερη αντίσταση από τους Βούλγαρους και χρειάστηκε η εφ’ όπλου λόγχη για να καταληφθούν τα στρατηγικής σημασίας υψώματα 605 και 544 το βράδυ της 19ης Ιουνίου.
Την επομένη, οι δύο μεραρχίες συνέκλιναν για να αντιμετωπίσουν τον βουλγαρικό στρατό στα χαρακώματα του Λαχανά.
Στις 3 το απόγευμα της 21ης Ιουνίου οι δύο μεραρχίες επιτέθηκαν κατά των βουλγαρικών θέσεων και σε μία ώρα τους κατέβαλαν, αφού οι Βούλγαροι έχοντας πληροφορηθεί την κατάρρευση του μετώπου στο Κιλκίς, άρχισαν να υποχωρούν άτακτα προς τα βορειοανατολικά.
Κύριο μέλημα της ηγεσίας τους ήταν να προλάβουν να διατηρήσουν υπό την κατοχή τους τις γέφυρες του Στρυμώνα, προτού φθάσουν εκεί οι Ελληνικές δυνάμεις.
Στον τομέα του Καλίνοβου, η 10η Μεραρχία είχε απέναντί της την 3η Ταξιαρχία της 3ης Μεραρχίας του Βουλγαρικού στρατού, η οποία ήταν οχυρωμένη στα δύσβατα υψώματα της περιοχής.
Στις 8 το πρωί της 19ης Ιουνίου επιχείρησε επίθεση εναντίον των εχθρικών θέσεων, αλλά αποκρούστηκε.
Την επομένη απόσπασμα της 10ης Μεραρχίας κατέλαβε τη Γευγελή, που είχε εγκαταλειφθεί από τους Βουλγάρους και βρήκε άθικτη τη γέφυρα του Αξιού.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρα η ίδια μονάδα κατέλαβε τους Ευζώνους και στη συνέχεια διατάχθηκε να μεταβεί στο Κιλκίς, όπως και η υπόλοιπη μεραρχία.
Όμως, η αντίσταση των Βουλγάρων συνεχιζόταν στα υψώματα του Καλίνοβου, μέχρι το απόγευμα της 21ης Ιουνίου, οπότε υποχώρησαν μετά τη διάσπαση του μετώπου στο Κιλκίς.
Μετά την επικράτηση των Ελληνικών όπλων, ο Έλληνας επιτελάρχης αντιστράτηγος Βίκτωρ Δούσμανης τηλεγράφησε στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο:
Μετά χαράς αναγγέλλω την κατάληψιν του Κιλκίς, μετά τριήμερον σφοδρόν αγώνα. Ο εχθρός καταδιώκεται κατά πόδας. Ηθικόν στρατού μας έκτακτον.
Η Ελληνική νίκη ήταν σπουδαία, από κάθε άποψη, αλλά το κόστος σε αίμα βαρύ.
Οι νεκροί και οι τραυματίες ανήλθαν σε 8.828 άνδρες.
Ιδιαίτερα υψηλές ήταν και οι απώλειες σε αξιωματικούς, καθώς ηγούνταν των μονάδων τους για να εμψυχώσουν τους άνδρες τους, πολλοί από τους οποίους ήταν νεοσύλλεκτοι.
Μία άλλη εξήγηση μας δίνει ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης στα απομνημονεύματά του:
Οι Βούλγαροι είχαν ορίσει καλούς σκοπευτές για να χτυπούν ειδικά τους αξιωματικούς που φαίνονταν γιατί γυάλιζαν τα χρυσά γαλόνια στο καπέλο και τις επωμίδες. Ύστερα από αυτό διατάχτηκε όλοι οι βαθμοφόροι να βγάλουν τα διακριτικά τους για να μην γνωρίζονται από μακριά.
Οι απώλειες από τη βουλγαρική πλευρά ήταν 6.971 άνδρες νεκροί και τραυματίες, καθώς και 2.500 αιχμάλωτοι.
Η επόμενη πολεμική αναμέτρηση Ελλήνων και Βουλγάρων θα γίνει στις 23 Ιουνίου 1913 στη Δοϊράνη.
------------------------------

(Ο Γεράσιμος Ραφτόπουλος (αριστερά) είναι ο νεότερος αξιωματικός στην ιστορία των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων. Γεννήθηκε στο Φισκάρδο της Κεφαλονίας το 1900. Κατά το Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, εναντίον των Οθωμανών, κατατάχθηκε εθελοντικά στην ηλικία των 12 και έγινε δεκτός ώς οπλίτης του 18ου Συντάγματος Πεζικού της IV Μεραρχίας . Για το θάρρος του στη μάχη του Σαραντάπορου έλαβε ενα Manlicher-Schonauer ως δώρο. Στην μάχη του Κιλκίς-Λαχανά, το 1913, κατάφερε να ξεφύγει από αιχμαλωσία, σκοτώνοντας 3 από τους 5 βούλγαρους που τον είχαν αιχμαλωτήσει. Επιστρέφοντα στις Ελληνικές γραμμές, βρήκε έναν τραυματισμένο Εύζονα και τον μετέφερε σώζοντας τον απο βέβαιο θάνατο. Για την ανδρεία του, προήχθη στο βαθμό του δεκανέα την 28η Αυγούστου 1913 σε ηλικία 13 ετών).
…………………… Την 18η Ιουνίου, ο Ελληνικός Στρατός κινήθηκε εναντίον των Βουλγάρων επί της γραμμής Κιλκίς-Λαχανά της οποία ο Ιβανόφ είχε ενισχύσει σημαντικά τους τελευταίους 9 μήνες.
Η περιοχή προσφέρει πολλά πλεονεκτήματα, αφού το πεδίο είναι εντελώς ανοικτό και προσφέρει τέλεια παρατήρηση και τομείς πυρός. Κρατώντας αυτή τη γραμμή, οι Βούλγαροι, ήταν σε θέση να εξασφαλίσουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, Δοϊράνη και καθώς και να ελέγχουν τις γέφυρες του ποταμού Στρυμόνα, γεγονός σημαντικό για τον περαιτέρω ανεφοδιασμό, ενώ παράλληλα εξασφάλιζαν την απόσυρσή τους σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης.
Οι Βούλγαροι ανέπτυξαν 32 τάγματα Πεζικού, 1 Σύνταγμα Ιππικού και 62 πυροβόλα (ΙΙΙ Μεραρχία Πεζικού Division, 1/Χ Ταξιαρχία Πεζικού, 2 Ανεξάρτητες Ταξιαρχίες Πεζικού, ΧΙ Ταξιαρχία Πεζικού ως εφεδρεία, 5 Τάγμα Συνοριοφυλακής, 10ο Τάγμα Συνοριοφυλακής, 10ο Σύνταγμα Ιππικού).
Στρατάρχης ήταν Στρατηγός Ιβάνοφ.
Οι συνολικές δυνάμεις του Ελληνικού Στρατού ήταν 73 τάγματα Πεζικού, 33 τάγματα Πυροβολικού, 9 τάγματα Ορεινού Πυροβολικού, 8 Μοίρες Ιππικού (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IVVVIVIIX Μεραρχίες Πεζικού, Ταξιαρχία Ιππικού). Επικεφαλής των ανωτέρω δυνάμεων ήταν ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος.
……………………
Ο διάσημος Γάλλος Στρατηγός Debeney, (Διοικητής της γαλλικής Première Armée-1ης Στρατιάς -στος 1ο ΠΠ), όταν το 1913 επισκέφθηκε το πεδίο της μάχης Κιλκίς-Λαχανά, δήλωσε έκπληκτος από την ανάπτυξη των 8 Ελληνικών Μεραρχιών σε ένα τόσο μικρό πεδίο χωρίς εφεδρείες και χωρίς την δυνατότητα εκτέλεσης οποιουδήποτε τακτικού ελιγμού.
Δήλωσε: «Αυτή η τακτική δεν ήταν ούτε γαλλική, γερμανική... ήταν απλά Ελληνική».
Ο Στρατηγός Ivanov, Γενικός Στρατάρχης των βουλγαρικών δυνάμεων, γράφει στα απομνημονεύματά του: «Ήμασταν σε θέση να αντισταθούμε για τόσο καιρό, γιατί ο εχθρός ήταν αδέξιος, δεν μπορούσαν να εκτιμήσουν πόσο σοβαρή ήταν η κατάσταση, δεν μπορούσαν να αξιοποιήσουν τις αδυναμίες μας.... Νόμιζα ότι είχα προβλέψει τα πάντα, ότι είχα μαντέψει τα πάντα, τα πάντα, εκτός από την Ελληνική τρέλα".
Η τριήμερη μάχη του Κιλκίς είχε τελειώσει. Η νίκη αποδείχτηκε σημαντική και προδίκασε το αποτέλεσμα του 2 ου Βαλκανικού Πολέμου. Από το Κιλκίς, ο Ελληνικός Στρατός βάδισε προς την Δοϊράνη, Κερκίνη, Στρούμνιτσα, Ντελί Ρισάρ και τα στενά της Κρέσσνας. Η νίκη ήταν πολύ μεγάλη, το ίδιο όμως και οι απώλειες: 8.652 άνδρες νεκροί & τραυματίες (37 αξιωματικοί νεκροί, 85 τραυματίες). Δεν υπάρχουν επίσημα αρχεία για τις βουλγαρικές απώλειες. Οι Βούλγαροι αιχμάλωτοι πολέμου ανήλθαν σε 2.500 άνδρες.
------------------------------
Απολογισμός
Η Μάχη Κιλκίς-Λαχανά υπήρξε από τις φονικότερες της νεώτερης Ελληνικής ιστορίας. Οι απώλειες του Ελληνικού Στρατού ήταν 8.828 νεκροί και τραυματίες. Παράλληλα η Μάχη αποτελεί από τις πιο ένδοξες σελίδες της, που επιτεύχθηκε ως απόρροια του υψηλού ηθικού, ηρωισμού και ανδρείας των Ελληνικών τμημάτων.
Τις επόμενες ημέρες ο Ελληνικός Στρατός συνέχισε την προέλασή του βόρεια προς τη Δοϊράνη.
Πηγές
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΔ'. Αθήνα 1980.
Εμείς οι Έλληνες. Σκάι 2008. Πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. ISBN 9789606845161.
------------------------------

Έντυπη Έκδοση Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 23 Ιουνίου 2013
ΤΑ 3 ΦΟΝΙΚΑ 24ΩΡΑ ΤΗΣ ΙΙ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΟΙΚΗΤΗ Κ. ΚΑΛΛΑΡΗ
ΚΙΛΚΙΣ 1913: Η μάχη που έκρινε τη μοίρα της Μακεδονίας
Της ΝΑΤΑΣΑΣ ΜΠΟΖΙΝΗ*
Η φονικότερη μάχη των Βαλκανικών Πολέμων ήταν αυτή που διεξήχθη επί τρία 24ωρα στο Κιλκίς και τον Λαχανά. Η σημασία της δεν περιορίζεται μονάχα στην απελευθέρωση της περιοχής. Η έκβαση αυτής της μάχης έκρινε, σε μεγάλο ποσοστό, τους διεθνείς συσχετισμούς, τα σύγχρονα γεωγραφικά όρια και τις συνθήκες που ακολούθησαν.
Έφοδος Ελληνικής διμοιρίας πεζικού κατά των βουλγαρικών θέσεων, με εφ’ όπλου λόγχη, στη μάχη του Κιλκίς.
Επίσης, τα όσα «ανορθόδοξα» συνέβησαν, σύμφωνα με τις γνωστές στρατιωτικές τακτικές της εποχής, έκαναν αυτήν τη στρατιωτική επιχείρηση να αποκτήσει διαχρονική αξία για μελέτη, σε στρατιωτικές σχολές της Ελλάδας και του εξωτερικού, από τότε μέχρι και σήμερα...
Οι ειδικές συνθήκες
Η απελευθέρωση του Κιλκίς είναι στενά συνδεδεμένη με τη ΙΙ Μεραρχία. Τη μοναδική που εξαπέλυσε νυχτερινή αιφνιδιαστική επίθεση στις 21 Ιουνίου και 6 ώρες μετά είχε καταφέρει τη διάσπαση του βουλγαρικού στρατεύματος.
Λίγα 24ωρα πριν, ο διοικητής της είχε πετύχει την εκκαθάριση της Θεσσαλονίκης από τους Βούλγαρους με το σχέδιο που είχε εκπονήσει για την αντιμετώπιση της βουλγαρικής φρουράς της πόλης και άρχισε να το εφαρμόζει αμέσως μετά την έγκρισή του από το Γενικό Στρατηγείο και την απροειδοποίητη επίθεση του βουλγαρικού στρατού, χωρίς να έχει προηγηθεί κήρυξη πολέμου.
Αϋπνοι και εξαντλημένοι, οι Έλληνες μαχητές μετακινούνται αμέσως προς το μέτωπο του Κιλκίς. Εκεί οι Βούλγαροι έχουν ήδη κατασκευάσει σημαντικά οχυρωματικά έργα. Η περιοχή είναι ιδανική για όποιον έχει προηγηθεί. Το πεδίο είναι εντελώς ανοιχτό και προσφέρει τέλεια παρατήρηση και τομείς για να αναπτυχθεί το πυροβολικό.
Οι Βούλγαροι το έχουν εξασφαλίσει και μπορούν να ελέγξουν τις Σέρρες, το Σιδηρόκαστρο, τη Δοϊράνη και τις γέφυρες του ποταμού Στρυμόνα. Παράλληλα ανεφοδιάζονται και αποσύρονται εξίσου εύκολα.
Αντίθετα, όλα όσα ακολούθησαν στον τρόπο που τα Ελληνικά στρατεύματα οργανώθηκαν και έδρασαν για να αντιμετωπίσουν τη βουλγαρική διάταξη δεν προμήνυαν τη σημαντική νίκη, που τελικά πέτυχαν.
Επιγραμματικά και σύμφωνα με το ιστορικό της μάχης οι συνθήκες ήταν οι εξής:
Το Γενικό Στρατηγείο απείχε πολύ από τα πεδία της μάχης. Η αλληλογραφία και η αντίδραση στις εξελίξεις δεν ήταν άμεση. Κάθε μεραρχία ενεργούσε μόνο σε συνεννόηση με το Γενικό Στρατηγείο και όχι σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες.
Ο διοικητής της ΙΙ Μεραρχίας Πεζικού Κωνσταντίνος Καλλάρης.
Το Γενικό Στρατηγείο είχε την απ’ ευθείας διοίκηση των 8 μεραρχιών και αποκτούσε εικόνα της κατάστασης μόνο τις απογευματινές ώρες, που έφταναν οι αναφορές των μεράρχων. Έπρεπε να τις μελετήσει, να τις συνδυάσει και να αποστείλει τις εντολές.
Οι εντολές... έπρεπε και να αποκρυπτογραφηθούν, αλλά αυτό δεν ήταν πάντα εφικτό, όπως συνέβη με την εντολή που έλαβε η ΙΙ Μεραρχία, η οποία τελικά κινήθηκε με πρωτοβουλία του διοικητή της και πέτυχε την απελευθέρωση του Κιλκίς.
Τέλος, ειδικά σε αυτήν τη μάχη οι εντολές δεν προέβλεπαν εφεδρείες, κυκλωτικές ενέργειες, άρα και ελιγμούς...
Κατά μέτωπο και με τη λόγχη έπρεπε να αντιμετωπιστεί ο εχθρός .
Δεν είναι τυχαίο επίσης ότι αμέσως μετά τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων συγκροτήθηκαν, για πρώτη φορά, στην Ελλάδα και τα Σώματα Στρατού. Παρ’ όλ’ αυτά επετεύχθη το ακατόρθωτο και με... ανορθόδοξο τρόπο.
Ο Ελληνικός Στρατός έτρεψε σε φυγή τα στρατεύματα των πρώην συμμάχων. Είναι 3.30 π.μ. και η ΙΙ Μεραρχία με διαταγή του Κ. Καλλάρη διασπά σε 6 ώρες τα οχυρά του εχθρού.
Ο δεκανέας Λινάρδος
Ο δεκανέας και δάσκαλος από την Αχαΐα, Κωνσταντίνος Λινάρδος, περιγράφει στο ημερολόγιό του: «Εις πυροβολισμός ηκούσθη και αμέσως πυρ ομαδόν. Ήρχισε να φωτίζη η ανατολή, ημείς έχοντες όπισθέν μας το φως δεν εβλέπομεν, αυτοί τουναντίον έβλεπον τους κινουμένους ημέτερους όγκους και φυσικά δεν επήγε χαμένο κανένα βλήμα. Με τον πρώτο πυροβολισμό ανεκατεύθημεν έως ότου δε αραιώσουμεν και καταλάβουμε μέρος εις την κορυφή λόφου, όπου ήτο σιταροκαλαμιά, αυτοί έρριψαν 4-5 πυρά ομαδόν και επηδούσαμε σαν κοκορόπουλα.
»Αυτή την στιγμή θα είχομεν πλέον του 1/3 της δυνάμεως απωλείας. Ενώ έκαστος προσεπάθη να προκαλυφθεί και επυροβολούμεν εις τον αέρα, έφθασαν οι του τρίτου τάγματος με εφ’ όπλου λόγχη αλαλάζοντες και φωνάζοντες εμπρός - εμπρός...».
Το γράμμα του Παπαβασιλείου.
Ο Ιπποκράτης Παπαβασιλείου, αξιωματικός του επιτελείου της ΙΙ Μεραρχίας, στα γράμματα προς τη γυναίκα του αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Σαρίκιοϊ 21 Ιουνίου 1913
Σήμερον ήτο η μεγαλυτέρα μας μάχη μέχρι σήμερον. Η Μάχη του Κιλκίς, διαρκέσασα δύο ημέρας. Έξοχος μεγαλοπρέπεια. Το εξοχώτερον όμως είνε ότι την νίκην την έδωσεν η Μεραρχία μου. Και ήτο μάχη σπουδαιοτάτη διότι απ’ αυτήν εκρέματο η τύχη του πολέμου, της Ελλάδος ίσως.
»Σήμερον το πρωί η αγωνία όλων είχε φθάση εις το κατακόρυφον. Εκάμαμεν αιφνιδιασμόν το μεταμεσονύκτιον ο οποίος εζάλισε κάπως τους Βούλγαρους και το πρωί μόλις έφεξε εις τας 3 εξακολουθήσαμεν σφοδροτάτην επίθεσιν...
»Εις τας 9.40 η Μεραρχία μου ετηλεγράφη προς τον Βασιλέα “Αγγέλλω νίκην Κιλκίς”».
Το τηλεγράφημα στο οποίο αναφέρεται ο Ι. Παπαβασιλείου φυλάχθηκε από το στρατηγό Κ. Καλλάρη, ο οποίος και το απέστειλε στο Γενικό Στρατηγείο, με μεγάλη ευλάβεια.
Αυτό το κείμενο, με τα αχνά γράμματα, εμπιστεύθηκε στη γράφουσα η απόγονος της οικογένειας, Μαρία Καλλάρη, και δημοσιεύεται σήμερα για πρώτη φορά μεταφέροντας τη φόρτιση των στιγμών που έζησαν οι πρωταγωνιστές της ιστορίας.
Εχει ημερομηνία 21 Ιουνίου 1913 και ώρα 9.40:
«Αγγέλλω νίκην.
Κιλκίς Εχθρός υποχωρεί εγκαταλείψας οχυρωμένας θέσεις του.
Ηδη εγκαταλείπει και πόλιν.
Πλευρική ραγδαία επίθεσις Μεραρχίας μου εδικαίωσε προσδοκίας σας.
επενεγκούσα αποφασιστικήν έκβασιν αγώνος.
Κ. Καλλάρης»
Ο «ανορθόδοξος» στρατιωτικός τρόπος απελευθέρωσης του Κιλκίς προκάλεσε το ενδιαφέρον ξένων στρατηγών της εποχής.
Ο Γάλλος στρατηγός Debeney, όταν επισκέφθηκε το 1913 το πεδίο της μάχης Κιλκίς-Λαχανά και έκπληκτος από τον τρόπο που αναπτύχθηκαν οι μεραρχίες για αυτή τη μάχη, δήλωσε: «Αυτή η τακτική δεν ήταν ούτε γαλλική ούτε γερμανική... ήταν απλά Ελληνική».
* Δημοσιογράφος, ιστορικός ερευνητής και σεναριογράφος ιστορικών ντοκιμαντέρ [http://arxiokallari.blogspot.gr/]. 
------------
Εκατόμβες νεκρών και τραυματιών
Του ΘΑΝΑΣΗ ΒΑΦΕΙΑΔΗ *
Οι Ελληνικές απώλειες κατά τη διάρκεια της τριήμερης μάχης του Κιλκίς υπήρξαν βαρύτατες, γιατί η επίθεση διεξήχθη κατά μέτωπο και σε έδαφος εντελώς ακάλυπτο. Οι μεγαλύτερες απώλειες προήλθαν από τη δραστική βολή του βουλγαρικού πυροβολικού, το οποίο είχε ενισχυθεί από Αυστριακούς αξιωματικούς. Ένας ακόμη λόγος των μεγάλων απωλειών ήταν ότι ο Ελληνικός Στρατός δεν βρέθηκε απέναντι σε έναν αντίπαλο που εγκατέλειψε πρόωρα τον αγώνα, αλλά αντίθετα πολέμησε σθεναρά και υπερασπίσθηκε βήμα προς βήμα το έδαφος που κατείχε.
Οι πρώτες εκθέσεις που συντάχθηκαν μετά τη μάχη δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν ορθά το μέγεθος των Ελληνικών απωλειών, το οποίο σχεδόν διπλασίαζαν. Έτσι σε τηλεγράφημα του Γενικού Στρατηγείου στις 22 Ιουνίου, όπου γινόταν ο πρώτος απολογισμός της μάχης, γραφόταν:
«Αι απώλειαί μας ήσαν ανάλογοι προς το μέγεθος και την σφοδρότητα του τρομερού αγώνος.
»Ο ακριβής αριθμός δεν εγνώσθη εις το Γενικόν Στρατηγείον, κατά τα φαινόμενα όμως, δεν θα απέχη πολύ των 10 χιλιάδων νεκρών και τραυματιών. Η περιφανής αύτη νίκη των Ελληνικών όπλων, εξηγοράσθη μεν διά πολλού αίματος, τ’ αποτέλεσμα αυτής είνε τοιαύτα, ώστε να επιδράσωσιν επί της όλης εκστρατείας και να εξασφαλίσωσι την ησυχίαν και ασφάλειαν της Χώρας».
Οι πραγματικές απώλειες εκτιμήθηκαν αργότερα και ανήλθαν συνολικά σε 8.652 άνδρες εκτός μάχης, από τους οποίους 1.483 της ΙΙ Μεραρχίας, 773 της ΙΙΙ, 1.257 της IV, 2.123 της V και 16 της ταξιαρχίας ιππικού.
Πολύ μεγάλες ήταν και οι απώλειες των Βουλγάρων, όπως έγινε δυνατό να εκτιμηθεί από το πλήθος των νεκρών μέσα στα χαρακώματα και στο πεδίο της μάχης.
* Ερευνητής της τοπικής ιστορίας, τοπογράφος-μηχανικός. Συνέγραψε το δίτομο έργο «Το Χρονικό του Κιλκίς 1913-1940», Κιλκίς, 2013.
------------------------------
http://odeusiskilkis.gr/site/category/maxi_tou_kilkis






------------------------------



*******
Η Μάχη τής Κρέσνας
« … Διά της αλώσεως των στενών τής Κρέσνας, ο Ελληνικός Στρατός ήτο ελεύθερος πλέον να βαδίση προς την Τζουμαγιάν, απέχουσαν μόλις σαράντα χιλιόμετρα. Μεθ’ όλην δε την εξάντλησιν των ανδρών, η πορεία εξηκολούθησε ταχεία με το σύνθημα: Στη Σόφια! Στη Σόφια!»..
Και εδώ πολέμησε ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑΣ.
 Οι τελευταίες καθοριστικές νίκες των Βαλκανικών
Οι Μάχες Κρέσνας – Σιμιτλή – Τζουμαγιάς, που διήρκεσαν από τις 11 ως τις 15 Ιουλίου 1913, αποτέλεσαν την τελευταία φάση της Ελληνικής προέλασης στο Βουλγαρικό έδαφος κατά τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Οι εξουθενωμένοι και διαρκώς υποχωρούντες μέσα στο έδαφός τους Βούλγαροι ζήτησαν ανακωχή.
Ήδη σε όλα τα μέτωπα είχαν ήττες και μόνο ήττες.
Οι Σέρβοι προέλαυναν, το ίδιο συνέβαινε και με τους Τούρκους που είχαν καταλάβει την Αδριανούπολη και τις Σαράντα Εκκλησιές, ενώ οι Ρουμάνοι διά περιπάτου έφθαναν μέχρι και τη Σόφια.
Έτσι, η προς βορρά και κατά μήκος του ποταμού Στρυμόνα πορεία των Ελληνικών δυνάμεων τερματίστηκε με την ανακωχή που υπογράφηκε.
Ύστερα λοιπόν από τη νικηφόρα για το στρατό μας Μάχη της Δοϊράνης, οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν βόρεια των Στενών της Κρέσνας.
Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις επιχειρήσεις συνολικά επτά Μεραρχίες (3η, 4η, 10η στα αριστερά, 2η, 5η, 6η στο κέντρο και 7η στα δεξιά) και μία Ταξιαρχία Ιππικού.
Οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι όμως της αναστολής της Σερβικής επίθεσης, απέσυραν σημαντικές δυνάμεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς ενίσχυση της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων.
Στις 11 Ιουλίου 1913 η Βουλγαρική γραμμή εκτεινόταν στην αμυντική τοποθεσία Χασάν Πασά – Βίντρεν – Σιμιτλή – Ουράνοβο – ύψωμα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς (σ.σ.: Το σημερινό Μπλαγκόεβγκραντ που πήρε το όνομά της από έναν γνωστό Βούλγαροκομμουνιστή, τον Ντιμιτάρ Μπλαγκόεφ).
Προέλαση του Στρατού
Στις 12 Ιουλίου 1913 τα Ελληνικά τμήματα εξαπέλυσαν επίθεση στο δεξιό και κεντρικό τομέα του μετώπου, χωρίς όμως να επέλθουν τα επιθυμητά αποτελέσματα κυρίως λόγω της σθεναρής αντίστασης των Βουλγάρων, του ανώμαλου εδάφους και των δυσμενών καιρικών συνθηκών.
Στις 13 Ιουλίου 1913η επίθεση εντάθηκε και τελικά επιτεύχθηκε η διάρρηξη των Βουλγαρικών γραμμών στον τομέα Βίντρεν, με αποτέλεσμα τα εχθρικά στρατεύματα να αναγκαστούν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσής τους.
Ταυτόχρονα, δύο Μεραρχίες ενεργούσαν κατά του τομέα Σιμιτλή και κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώματα του χωριού.
Τα Βουλγαρικά τμήματα άρχισαν να συμπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας άφθονο πολεμικό υλικό.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τα πρώτα Ελληνικά τμήματα εισήλθαν στο Σιμιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν καταλαμβάνοντας τα βόρεια υψώματα του χωριού.
Η 7η Μεραρχία στην δεξιά πλευρά του μετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου 1913 οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο με αμείωτη ένταση.
Δεν κατάφεραν όμως αρχικά να διασπάσουν την κύρια Βουλγαρική αμυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συμπτύχτηκαν προς Άνω Τζουμαγιά.
Απολογισμός των νικών
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουμαγιά ήταν από τις τελευταίες επιχειρήσεις πριν από τη σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου 1913.
Η συντριβή του μέχρι τότε πανίσχυρου Βουλγαρικού στρατού από τα πλήγματα των Ελληνικών και των Σερβικών στρατευμάτων, σε συνδυασμό με την πολεμική ανάμειξη της Ρουμανίας και της Τουρκίας, ήταν επόμενο να προκαλέσει τη διπλωματική παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων με συνέπεια στις 17 Ιουλίου 1913 να αρχίσουν οι εργασίες της συνδιασκέψεως του Βουκουρεστίου, με τη Βουλγαρία να έχει την κάλυψη της Ρωσίας και της Αυστρίας, στην απαίτησή της για έξοδο προς το Αιγαίο με το λιμάνι της Καβάλας.
Τελικά όμως, χάρις στη στήριξη της Γαλλίας και του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β΄ η Καβάλα παραχωρήθηκε στην Ελλάδα.
Η συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου 1913 στο Βουκουρέστι ανάμεσα στη Βουλγαρία και τις Ελλάδα, Ρουμανία, Μαυροβούνιο και Σερβία από την άλλη.
Το άρθρο 4 προέβλεπε τη χάραξη της οροθετικής γραμμής μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας «από των νέων Βουλγαροσερβικών συνόρων επί της κορυφογραμμής του όρους Μπέλες… εις τας το Αιγαίον πέλαγος εκβολάς του ποταμού Νέστου».
Η προέλαση στην Τζουμαγιά
«Ο Βουλγαρικός στρατός, φεύγων μετά τας μάχας των στενών της Κρέσνας, συνεκεντρώθη προς την Τζουμαγιάν, όπου η αντίστασις δεν προεμηνύετο ισχυρά»,
αναφέρεται στο ημερολόγιο όπου συνεχίζει αναφέροντας τα εξής:
«Αίφνης όμως ανέλπιστοι ενισχύσεις έφθασαν εις τον εχθρικόν στρατόν. Τέσσερα συντάγματα της πρώτης και της έκτης Βουλγαρικής μεραρχίας, αίτινες ευρίσκοντο προ των Σέρβων του Περότ και του Τσάρεβο –Σέλο, και το 1ο Σύνταγμα του Φερδινάνδου και το 6ο Σύνταγμα, ως και πολυάριθμα άτακτα σώματα αποσπασθέντα από την έναντι των Σέρβων παράταξιν, ευρέθησαν απέναντι της Ελληνικής παρατάξεως.
Αι ενισχύσεις αύται έπεισαν τον εχθρόν να αντισταθή και μάλιστα ν’ αποπειραθή επίθεσιν προς ανάκτησιν των θέσεών του.
Πράγματι από της πρωίας της 14ης Ιουλίου 1913 ήρχισε καθ’ όλην την γραμμήν πολύνεκρος μάχη, κατά την οποίαν εκατέρωθεν ανεπτύχθη πολύ πείσμα και γενναιότης μεγάλη. Ιδίως εις τα οχυρώμτα των υψωμάτων 1378 και 1078 ΝΑ της Τζουμαγιάς ο αγών υπήρξε τρομακτικός.
Ελληνικόν σύνταγμα της δεξιάς πτέρυγος τρεις φοράς ήλωσε διά της λόγχης το ύψωμα 1378 και τρις εξετοπίσθη απ’ αυτού, μέχρις ότου τέλος την πρωίαν της επομένης το κατέλαβεν οριστικώς.
Η πρώτη έφοδος έγινε άμα τη ενάρξει της μάχης και απέβη υπέρ του Ελληνικού Στρατού.
Αλλά μετά τινά ώραν ο εχθρός, ενισχυθείς διά μεγάλων δυνάμεων, αντεπετέθη σφοδρώς και εξηνάγκασε τους ημετέρους να εγκαταλείψουν την θέσιν.
Ανασυνταχθέντες οι στρατιώται μας επεχείρησαν δευτέραν λυσσώδη έφοδον κατορθώσαντες και πάλιν να εκδιώξουν τον εχθρόν μετά μεγάλων απωλειών.
Αλλά και νέαι ενισχύσεις ήλθον εις τους Βουλγάρους και το ύψωμα ανεκτήθη εκ δευτέρου υπ’ αυτών˙ αλλά και τρίτην φοράν εξετοπίσθησαν υπό των ημετέρων αναγκασθέντων εις υποχώρησιν πάλιν προ νέου εχθρικού χειμάρρου.
Τέλος τετάρτη έφοδος λυσσωδεστέρα πασών εξησφάλισεν οριστικώς την κατοχήν του αιματοβαφούς τούτου υψώματος.
Μετά τούτο η στρατιά του κέντρου εξηκολούθησε την προέλασιν προς την Τζουμαγιάν άνευ αντιστάσεως, ενώ εξ άλλου το αριστερόν εμάχετο κατά πολυαρίθμου εχθρού διεκδικούντος βήμα προς βήμα τον άγριον εκείνο έδαφος το στερούμενον και ημιονικών έτι οδών.
Τοιουτοτρόπως ο Ελληνικός Στρατός προελαύνων εσταμάτησεν εις τεσσάρων χιλιομέτρων απόστασιν από της Τζουμαγιάς, την οποία όμως είδε καιομένην.
Οι Βούλγαροι φεύγοντες έθεσαν πυρ εις την Ελληνική και την Τουρκικήν συνοικίαν, από τας οποίας δεν ευρήκε παρά ερείπια ο εισελθών της επομένην Ελληνικός Στρατός».
Στα «τρομερά» στενά της Κρέσνας
Οι μάχες που διεξήχθησαν στα στενά της Κρέσνας και Τζουμαγιάς αλλά και όσες συνέβησαν ως τη συνθηκολόγηση περιγράφονται γλαφυρότατα στο «Εθνικόν Ημερολόγιον» που εκδόθηκε από τον Κωνστανίνο Σκόκο το 1914.
Συγκεκριμένα αναφέρεται:
«Εν των κυριωτέρων σημείων της όλης Ελληνοβουλγαρικής εκστρατείας ήσαν τα περίφημα στενά της Κρέσνας, τρομερά φαραγγώδης δίοδος εκτάσεως εξήντα χιλιομέτρων, απέναντι της οποίας τα στενά Σαρανταπόρου έχαναν την σημασίαν των.
Τα στενά της Κρέσνας οι Βούλγαροι ήσαν αποφασισμένοι να υπερασπίσουν λυσσωδώς, πρώτον διότι εστηρίζοντο επί του φύσει οχυρού αλλά και της τεχνητής ενισχύσεως της θέσεως διά χαρακωμάτων και, δεύτερον, διότι τα στενά ταύτα ήσαν η πλησιεστέρα οχυρά γραμμή προς τα παλαιά σύνορά των, άλλως θα έμενεν ελευθέρα η διάβασις προς την Τζουμαγιάν και την Δούβνιτσαν.
Ο Ελληνικός Στρατός, προχωρών διαρκώς και καταδιώκων τον εχθρόν πολλαχόθεν, ευρέθη προ της Κρέσνας την 7η Ιουλίου 1913, το πρωί, αμέσως δε ήρχισε την επίθεσιν μεθ’ όλας τας δυσχερείας, τα οποίας παρουσίαζεν η μεγάλη αυτή πολεμική επιχείρησις.
Ο εχθρός από της πρώτης ορμητικωτάτης επιθέσεως ενόησεν ότι θα ήτο δύσκολον να κρατήση τα στενά κατά την είσοδόν των, και ήρχισε συμπτυσσόμενος να καταστρέφη πάντα τα δημόσια έργα:
οδούς, γέφυρας, ακόμη και τας ατραπούς, διά των οποίων θα προήλαυνεν ο Ελληνικός Στρατός. Υποχωρών πέραν της Μαχομίας άφηνεν οπίσω του ερείπια κι χωριά κενά κατοίκων και καιόμενα. Αλλ’ η Ελληνική προέλασις εξηκολούθει ακράτητος.
Ούτω η δεξιά πτέρυξ της Ελληνικής παρατάξεως, διαρκώς μαχομένη και ακολουθούσα ταχυτάτην πορείαν, επροχώρησε διά της οδού Νευροκοπίου, το οποίον και κατέλαβε, προς την Μπάνισκαν, και απώθησε τον εχθρόν πέραν της Μαχομίας, διά της οποίας η οδός φέρει εξ ανατολών προς την Τζουμαγιάν υπέρ τα στενά της Κρέσνας.
Ταυτοχρόνως η αριστερά πτέρυξ εκ δυο μεραραρχιών, απωθήσασα τον ενθρόν δι’ αλληλοδιαδόχων επιθέσεων, από το Λείτιμι, το Πέτσοβον, το Σέρνοβο και το Παντζάρεβο, επροχώρησε εις το αυτό σχεδόν ύψος με τη δεξιά επί άλλης πλαγιάς μικράς οδού, της προς δυσμάς του Στρυμόνος προς την Τζουμαγιάν.
Οι Βούλγαροι, ευρεθέντες προ διπλού υπερφαλαγγισμού εκ δυο ταυτοχρόνως σημείων, αποκαμόντες δε από τας αλλεπαλλήλους επιθέσεις, επείσθησαν ότι θα ήτο αδύνατον να κρατήσουν επί πλέον τα περίφημα στενά της Κρέσνας, εις τα οποία είχον στηρίξη τα ελπίδας των.
Μικρά επιμονή των εκεί, ακόμη, θα εσήμαινε τελείαν εξόντωσίν των, ή αιχμαλώτισιν όλου του εκεί στρατιωτικού σώματος.
Και απεφάσισαν να τα εγκαταλείψουν.
Αντέταξαν όμως αγριωτάτην άμυναν εις την έξοδον αυτών, ήτις εστοίχισεν και εις αυτούς αλλά και εις ημάς πραγματικώς μεγίστας απωλείας.
Η αναπτυχθείσα κατά τας μάχας αυτάς ανδρεία των Ελλήνων εθαυμάσθη υπό ξένων στρατιωτικών δημοσιογράφων, οι οποίοι δεν επίστευαν ότι θα ήτο δυνατή η διάβασις μέρους τόσον φυσικώς και τεχνητώς οχυρού, υποστηριζομένου υπό τοιαύτης δυνάμεως.
Εν τούτοις, των δυσχερειών αυτών το αποτέλεσμα ήτο απλώς να επιβραδυνθή ολίγον η Ελληνική προέλασις.
Η γενναιότης του στρατού και η θαυμασία στρατηγική έφερον το αποτέλεσμά των.
Αι απώλειαι του εχθρού κατά την σειράν των μαχών εις τα στενά της Κρέσνας και καθ’ όλην την ανάπτυξιν του μετώπου της παρατάξεώς του, καθ’ ην ηριθμήθησαν ένδεκα εν συνόλω μάχαι και συμπλοκαί, υπήρξαν μέγισται.
Κυρίως όμως καταστρεπτική υπήρξεν η αποθάρρυνσις η παρατηρηθείσα μόλις ο Ελληνικός Στρατός ευρέθη εις την έξοδον των στενών, διευθυνόμενος προς την Τζουμαγιάν.
Τάγματα ολόκληρα ετράπησαν προς ανατολάς, αρνούμενα πάσαν υπηρεσίαν, ενώ οι στρατιώται, απορρίπτοντες όπλα και στολάς και αρπάζοντες τα ενδύματα χωρικών, εισήρχοντο εις το παλαιόν Βουλγαρικόν έδαφος διευθυνόμενοι εις τα χωρία των.
Διά της αλώσεως των στενών της Κρέσνας, ο Ελληνικός Στρατός ήτο ελεύθερος πλέον να βαδίση προς την Τζουμαγιάν, απέχουσαν μόλις σαράντα χιλιόμετρα.
Μεθ’ όλην δε τη εξάντλησιν των ανδρών, η πορεία εξηκολούθησε ταχεία με το σύνθημα: Στη Σόφια! Στη Σόφια!».
Οι τελευταίες μάχες
Για το τι ακολούθησε ως το τέλος το «Εθνικόν Ημερολόγιον» του Κωνσταντίνου Σκόκου αναφέρει:
«Ενώ εις Βουκουρέστιον οι αντιπρόσωποι των εμπολέμων κρατών είχον καταλήξη πλέον εις συμφωνίαν και επρόκειτο να υπογράψουν την ειρήνη, καθ’ όλον το μέτωπον της Ελληνοβουλγαρικής παρατάξεως εξηκολούθουν λυσσαλέαι μάχαι, των Βουλγάρων προσπαθούντων διά πάσης θυσίας ν’ ανακόψουν την προέλασιν του Ελληνικού Στρατού εντός των παλαιών Βουλγαρικών συνόρων.
Ούτω δύο μεραρχίαι ανερριχώντο μετά τρομακτικούς αγώνας μέχρι των κορυφών του Χασάν Πασσά, εξετόπιζον εκείθεν τον εχθρόν από υψώματος εις ύψωμα παρ’ όλας τας αντεπιθέσεις ας εχθρικά τμήματα κατέχοντα τας βορειανατολικάς αντηρίδας του όρους εξετέλουν κατά το δεξιόν της παρατάξεώς μας.
Όλαι αι θέσεις του εχθρού κατελήφθησαν κατ’ αυτόν τον τρόπον η μια μετά την άλλην, μετά μεγάλας απωλείας.
Εξηκριβώθη ότι εκ της πραγματικής πλήρους δυνάμεως ταγμάτων τινών του Βουλγαρικού στρατού μόλις απέμειναν ζώντες 40-50 άνδρες.
Συγκέντρωσις του εχθρού νέα προς τα Βουλγαρικά σύνορα και άνωθεν της Τζουμαγιάς απεκρούσθη και δεσκορπίσθη μετ’ απωλειών μεγίστων.
Άλλη φάλαγξ αυτού έναντι του Τατήρ – Παζαρτζίκ δυνάμεως εξ χιλιάδων ανδρών μετά οκτώ πυροβόλων, αποπειραθείσα να επιτεθή κατά δυνάμεως ημετέρας, απεκρούσθη και αυτή υπό της Μεραρχίας του ημετέρου δεξιού και αποσυνετέθη.
Ο Μέραρχος ετηλεγράφει “κατετροπώσαμεν αυτούς κατά κράτος”.
Αι μάχαι της 17ης Ιουλίου 1913 επεκταθείσαι καθ’ όλον το μέτωπον της παρατάξεως, απολήξασαι δε πάσαι υπέρ του Ελληνικού Στρατού, επανελήφθησαν το πρωί της επομένης καθ’ ην επρόκειτο να υπογραφή η αποφασισθείσα εν Βουκουρεστίω, μετά την υποχώρησιν των Βουλγάρων εις το ζήτημα της Καβάλλας, πενθήμερος ανακωχή.
Αλλά και της τελευταίας ημέρας τ’ αποτελέσματα υπήρξαν εξ ίσου ικανοποιητικά διά τον Ελληνικόν Στρατόν.
Εις όλα τα σημεία ούτος νικών προήλαυνεν, ότε εσημάνθη η ώρα της ανακωχής και τα στρατεύματα έμειναν εις ας θέσεις ευρίσκοντο.
Αι καταστροφαί των Βουλγάρων κατά τας τελευταίας ημέρας υπήρξαν μέγισται.
Και επολέμησαν μεν οι στρατιώται του στρατηγού Ιβάνωφ μετά λύσσης και ανδρείας και αι επιθέσεις του υψώματος 1378 απέδειξαν μεγάλην ορμήν εκ μέρους των Βουλγάρων, παντού όμως νικηθέντες οι Βούλγαροι ετράπησαν εις φυγήν απορρίπτοντες τα όπλα και τον ιματισμόν των.
Υπολογίζεται ότι οι απώλειαι των Βουλγάρων κατά τα τρεις ημέρας υπερέβησαν τους οκτακισχιλίους νεκρούς και τραυματίας.
Δια της ανακωχής της 18ης Ιουλίου 1913 έληξεν ο Ελληνοβουλγαρικός πόλεμος αφού προσέθεσε λαμπροτάτας σελίδας εις την νεωτέραν μας ιστορίαν».
Ο ηρωικός ταγματάρχης
Χαρακτηριστικό δείγμα για τον ηρωισμό που επέδειξαν οι Έλληνες αποτελεί η κάτωθι αναφορά του Περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία»:
«Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας με άλλες δυνάμεις στην μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης Βουλγαρικής παρατάξεως. […].
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε ώστε να ακουστεί από όλους:
Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει” και πρώτος άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό.
Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι εύζωνοί του.
Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά.
Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή».
------------------------------
Το Μάνλιχερ αποτέλεσε το κύριο όπλο του Ελληνικού Στρατού σχεδόν για όλο το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Χρησιμοποιήθηκε εντατικά στην εκστρατεία της Ανατολικής Θράκης, την εκστρατεία της Ουκρανίας, τη Μικρασιατική Εκστρατεία, αλλά και εναντίον των Ιταλών και Γερμανών κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. [mannlicher.blogspot.gr].
------------------------------
Οι Έλληνες νικούν τους Βουλγάρους στη μάχη της Κρέσνας, στο πλαίσιο του B΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Τα στενά της Κρέσνας βρίσκονται ανάμεσα στα βουνά Μέλεσι και Ορβηλο.
Είναι το κυρίαρχο πέρασμα από την Ανατολική Μακεδονία προς τη Δυτική Βουλγαρία.
Οδηγούν στη Βουλγαρική πόλη Τζουμαγιά.
Ως το 1912, τα στενά της Κρέσνας κατέχονταν από τους Τούρκους.
Οι Βούλγαροι τα πήραν σχεδόν δίχως μάχη.
Ως τις 10 Ιουλίου 1913, ο Ελληνικός Στρατός είχε απελευθερώσει ολόκληρη την Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη και ανάγκασε τους Βουλγάρους να επιστρέψουν στα πριν από το 1912 σύνορά τους.
Στις 12 Ιουλίου 1913, εκδηλώθηκε η Ελληνική επίθεση στα στενά της Κρέσνας.
Οι Βούλγαροι που ξεκίνησαν τον πόλεμο αποβλέποντας στη Θεσσαλονίκη ήταν τώρα υποχρεωμένοι να αμυνθούν μέσα στο έδαφός τους.
Νικήθηκαν.
Στις 15 Ιουλίου 1913, ο Ελληνικός Στρατός έπαιρνε την Τζουμαγιά και κινιόταν απειλητικά στο εσωτερικό της Βουλγαρίας, προχωρώντας από τα νότια.
Από τα βόρεια, οι Ρουμάνοι πλησίαζαν τη Σόφια.
Από τα δυτικά, οι Σέρβοι περνούσαν τα σύνορα και προέλαυναν ακάθεκτοι.
Ο βασιλιάς Φερδινάνδος που προκάλεσε τον Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, έβλεπε την ήττα να τον κυκλώνει αδυσώπητη.
Το βασίλειό του κινδύνευε να χαθεί.
Ζήτησε ανακωχή.
Νικητές και νικημένος, κάθισαν στο τραπέζι των συνομιλιών, στο Βουκουρέστι.
Ο Φερδινάνδος ξανάρχισε τα δικά του: Εντάξει η Θεσσαλονίκη αλλά ήθελε την Καβάλα.
Οι Έλληνες αρνήθηκαν κατηγορηματικά.
Ο Φερδινάνδος επέμενε.
Πείσθηκε μόνον όταν οι Ρουμάνοι απείλησαν πως θα μπουν στη Σόφια.
Και πάλι, κερδισμένος βγήκε.
Σύνορο ορίστηκε ο Νέστος.
Η Δυτική Θράκη έμεινε στους Βούλγαρους.
Θα γινόταν Ελληνική ύστερα από επτά χρόνια.
Οι τελικές υπογραφές στη συνθήκη του Βουκουρεστίου, όπως ονομάστηκε, μπήκαν στις 28 του Ιουλίου 1913.
Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος είχε τελειώσει.
Ακριβώς ένα χρόνο αργότερα, θα άρχιζε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος;.

ΑΠΟ ΤΟ http://www.topontiki.gr/
------------------------------
Μάχες Κρέσνας-Σιμιτλή-Τζουμαγιάς

Ιππήλατο πυροβολικό του Ελληνικού Στρατού,
κατά τη διάβαση των στενών της Κρέσνας.
Οι Μάχες Κρέσνας, Σιμιτλή, Τσουμαγιάς (11-15 Ιουλίου 1913) αποτέλεσαν την τελευταία φάση της Ελληνικής προέλασης στο Βουλγαρικό έδαφος και τη διάρκεια του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου. Η προς βορρά και κατά μήκος του ποταμού Στρυμώνα πορεία των Ελληνικών δυνάμεων τερματίστηκε με την ανακωχή ύστερα από τη δυσμενή θέση στην οποία είχε περιέλθει η Βουλγαρία σε όλα τα μέτωπα με τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Σερβία, Οθωμανική Αυτοκρατορία).
Παρατάξεις
Ύστερα από την νικηφόρα για την Ελληνική πλευρά Μάχη Δοϊράνης, οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν την προέλασή τους βόρεια και αναπτύχθηκαν βόρεια των Στενών της Κρέσνας.
Ο Ελληνικός Στρατός διέθετε για τις επιχειρήσεις συνολικά επτά (3η, 4η, 10η στα αριστερά, 2η, 5η, 6η στο κέντρο και 7η στα δεξιά) Μεραρχίες και μία Ταξιαρχία Ιππικού.
Οι Βούλγαροι, επωφελούμενοι όμως της αναστολής της Σερβικής επίθεσης, απέσυραν σημαντικές δυνάμεις από το Τσάρεβο Σέλο και τις διέθεσαν προς ενίσχυση της 2η Βουλγαρικής Στρατιάς κατά των Ελλήνων.
Στις 11 Ιουλίου 1913 η Βουλγαρική γραμμή εκτείνονταν στην αμυντική τοποθεσία: Χασάν Πασά, Βίντρεν, Σιμιτλή, Ουράνοβο, ύψωμα 1378, που κάλυπτε την περιοχή της Άνω Τζουμαγιάς.
Προέλαση
Στις 12 Ιουλίου 1913 τα Ελληνικά τμήματα εξαπέλυσαν επίθεση στον δεξιό και κεντρικό τομέα του μετώπου, όμως η σθεναρή αντίσταση των Βουλγάρων, το ανώμαλο έδαφος και οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες αρχικά δεν επέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα. Στις 13 Ιουλίου 1913 η επίθεση εντάθηκε και επιτεύχθηκε η διάρρηξη των Βουλγαρικών γραμμών στον τομέα Βίντρεν, οι οποίες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν για να αποφύγουν τον κίνδυνο κύκλωσης.
Ταυτόχρονα δύο μεραρχίες ενεργούσαν κατά του τομέα Σιμιτλή και κατάφεραν να καταλάβουν τα νοτιοδυτικά υψώματα του χωριού.
Τα Βουλγαρικά τμήματα άρχισαν να συμπτύσσονται βόρεια εγκαταλείποντας άφθονο πολεμικό υλικό.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας τα πρώτα Ελληνικά τμήματα εισήλθαν στο Σιμιτλή και εν συνεχεία προωθήθηκαν καταλαμβάνοντας τα βόρεια υψώματα του χωριού.
Η 7η Μεραρχία στην δεξιά πλευρά του μετώπου προέλασε από το Πρεντέλ Χαν προς το Γράντεβο.
Στις 14 Ιουλίου 1913 οι Ελληνικές δυνάμεις συνέχισαν τον επιθετικό αγώνα σε ολόκληρο το μέτωπο με αμείωτη ένταση.
Δεν κατάφεραν όμως αρχικά να διασπάσουν την κύρια βουλγαρική αμυντική τοποθεσία. Τελικά τη νύχτα της 14ης προς 15η Ιουλίου 1913 οι Βούλγαροι εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συμπτήχθηκαν προς Άνω Τζουμαγιά.
Απολογισμός
Η επιτυχής προέλαση του Ελληνικού Στρατού από τα Στενά της Κρέσνας, προς το Σιμιτλή και τελικά προς την Άνω Τζουμαγιά, ήταν από τις τελευταίες επιχειρήσεις πριν την σύναψη ανακωχής με τη Βουλγαρία στις 18 Ιουλίου 1913.
Πηγές
Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΔ΄ Αθήνα 1980.

Εμείς οι Έλληνες. Σκάι 2008. Πολεμική Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας. ISBN 978-960-6845-16-1.
------------------------------
Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου: Ο Μαύρος Καβαλάρης
Στις 13 του Ιούλη (2012 ) έκλεισαν 99 χρόνια από το θάνατο του  ηρωικού Ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου, που έπεσε ένδοξα στη Μάχη της Κρέσνας στο θρυλικό ύψωμα 1.378.
------------------------------
Ιωάννης Βελισσαρίου

Ο Ταγματάρχης Ιωάννης Βελισσαρίου
Γέννηση: 1861. Πλοέστι, Ρουμανία
Θάνατος: 1913, Κρέσνα.
Εν ενεργεία: 1881-1913
Βαθμός: Ταγματάρχης
Μάχες/πόλεμοι: Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897. Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (Μάχη του Σαρανταπόρου, Μάχη του Μπιζανίου). Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος (Μάχη Κιλκίς-Λαχανά, Μάχες Κρέσνας-Σιμιτλή-Τζουμαγιάς).
Ο Ιωάννης Βελισσαρίου (Πλοέστι Ρουμανίας, 26 Νοεμβρίου 1861Κρέσνα, 12 Ιουλίου 1913) ήταν αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ήρωας των Βαλκανικών Πολέμων. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στη Μάχη του Μπιζανίου όπου η Ελληνική νίκη οφείλεται στην αποφασιστικότητά του, αναγκάζοντας τον οθωμανικό στρατό να παραδοθεί άνευ όρων.
Ο Βελισσαρίου αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της Στρατιωτικής Ιστορίας της νεότερης Ελλάδας.
Σκοτώθηκε στη Μάχη της Κρέσνας τις τελευταίες ημέρες του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Αρχική σταδιοδρομία
Ο πατέρας του ήταν εύπορος κτηματίας και είχε μεταναστεύσει στη Ρουμανία από την Κύμη Εύβοιας. Στις 11 Μαρτίου 1881, έχοντας τελειώσει τις γυμνασιακές σπουδές του, ο Βελισσαρίου κατετάγη στον Στρατό ως κληρωτός, προκειμένου να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του προήχθη, ως εθελοντής, στον βαθμό του δεκανέα.
Το 1884, και ενώ είχε ήδη προαχθεί στον βαθμό του λοχία ή του επιλοχία, κατατάχθηκε κατόπιν εξετάσεων στη δεύτερη εκπαιδευτική σειρά της Στρατιωτικής Σχολής Υπαξιωματικών (ΣΣΥ), από την οποία αποφοίτησε στις 7 Οκτωβρίου 1887 ως ανθυπολοχαγός πεζικού.
Από τις 25 Φεβρουαρίου 1894 μέχρι τις 24 Φεβρουαρίου 1897, ο ανθυπολοχαγός Βελισσαρίου διετέλεσε αστυνόμος. Με την έναρξη των επιχειρήσεων του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1897, βρέθηκε να υπηρετεί ως διμοιρίτης στον 4ο Λόχο του ΙΙΙ/5 Τάγματος Πεζικού, που υπαγόταν στη 2η Ελληνική Ταξιαρχία.
Εκεί έδειξε τα πρώτα δείγματα της ανδρείας του διατηρώντας τη θέση του στη διάβαση της Μελούνας, ακόμη και όταν όλες οι γειτονικές, φίλιες δυνάμεις είχαν συμπτυχθεί.
Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Κατά τη διάρκεια του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο Βελισσαρίου υπηρέτησε ως διοικητής τάγματος του 4ου Συντάγματος Πεζικού, της ΙΙας Μεραρχίας, συμμετέχοντας από την πρώτη ημέρα στις επιθετικές επιχειρήσεις.
Η Μάχη του Σαρανταπόρου, αποτέλεσε μάλιστα μία από εκείνες στις οποίες για μία ακόμη φορά διακρίθηκε για τις ηγετικές του δυνάμεις.
.............................................
Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος
Η μάχη τού ταγματάρχη Βελισσαρίου, επί κεφαλής των Ευζώνων του, στην Κρέσνα.
Στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο ο Βελισσαρίου συμμετείχε μεταξύ άλλων και στη Μάχη Κιλκίς-Λαχανά, όπου το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων ενεργούσε υπό τις διαταγές της VIης Μεραρχίας.
Κινούμενος έφιππος και ακάλυπτος περνούσε από τις θέσεις όλων των ανδρών του για να τους εμψυχώνει.
Έτσι είχε κερδίσει την προσωνυμία «μαύρος καβαλάρης».
Στις 16.00 της 21 Ιουνίου 1913 ο ταγματάρχης Βελισσαρίου με το τάγμα του εισήλθε στον Λαχανά.
Αμέσως μετά μαζί με τον 1ο λόχο του 4ου Συντάγματος Πεζικού (υπό τον λοχαγό Γεώργιο Ζήρα) ξεκίνησαν καταδίωξη των υποχωρούντων Βουλγάρων, χωρίς να τους δώσουν χρόνο για να ανασυνταχθούν και να εγκατασταθούν αμυντικά στα παρακείμενα υψώματα, προκαλώντας τους τον πανικό.
Κατά τη διάρκεια των ίδιων επιχειρήσεων, στις 26 Ιουνίου, η Στρατιά Μανουσογιαννάκη κινούμενη, για την κατάληψη του Μπέλες, από Τσαφερλή προς Χατζή Μπεϊλίκ, ανέθεσε στην VIη Μεραρχία να καταλάβει με τάγμα της τη δίοδο του Δεμίρ Καπού («Σιδηρά Πύλη», στα Τουρκικά).
Το τάγμα που εκλήθη να φέρει σε πέρας την αποστολή ήταν το 9ο Τάγμα Ευζώνων, του Βελισσαρίου.
Στις 12 Ιουλίου 1913 η VIη Μεραρχία, συμμετέχοντας με άλλες δυνάμεις στην μάχη της Κρέσνας, ανέλαβε από το Γενικό Στρατηγείο την αποστολή να ωθήσει το αριστερό της προς Ουράνοβο για να κυκλώσει το άκρο της αμυνόμενης βουλγαρικής παράταξης. Σύντομα, με τον τρόπο που εξελίχθηκαν οι μάχες, τον ρόλο εμπροσθοφυλακής ανέλαβε το 9ο Τάγμα Ευζώνων του Βελισσαρίου.
Κατά τη διάρκεια της μάχης για την κατάληψη του υψώματος 1378, στο οποίο είχαν εγκατασταθεί αμυντικά οι βουλγαρικές δυνάμεις, ο Βελισσαρίου και οι άνδρες του αντιμετώπισαν ισχυρή αντίσταση, ενώ οι απώλειες των Ελληνικών δυνάμεων ήταν μεγάλες.
Στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης (και αφού προηγουμένως είχε πολεμήσει με πέτρες και βράχους τους Βουλγάρους, λόγω έλλειψης πυρομαχικών) ο Βελισσαρίου σηκώθηκε όρθιος και κραδαίνοντας το περίστροφό του φώναξε ώστε να ακουστεί από όλους: «Όποιος θέλει την νίκη ή αλλιώς τον θάνατο ας με ακολουθήσει» και πρώτος άρχισε να τρέχει προς τον εχθρό.
Πίσω του, συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό του διοικητή τους, όρμησαν οι εύζωνοί του. Το θεριστικό πυρ των εχθρικών πολυβόλων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στο τάγμα, το οποίο όμως συνέχιζε να πολεμά.
Κάποια στιγμή ο ταγματάρχης Βελισσαρίου τραυματισμένος έπεσε στο έδαφος. Σύντομα μεταφέρθηκε σε κάποιο ορεινό χειρουργείο, στο οποίο άφησε την τελευταία του πνοή.
Όταν ο Βασιλιάς πληροφορήθηκε το θάνατό του λέγεται πως είπε: «Ήταν επόμενο. Τέτοιοι ήρωες δε ζουν πολύ». Στο συλλυπητήριο τηλεγράφημα που συνέταξε και απέστειλε προς τη σύζυγό του έγραφε τα εξής: «Χαιρετίζω τον Ήρωα των Ηρώων».
------------------------------
Περισσότερα δημοσιεύματα για τον Ταγματάρχη Ιωάννης Βελισσαρίου:
------------------------------
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (Α΄ και Β΄), μέσα από την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (1896–1969). Τίτλοι, φωτογραφίες, σχεδιαγράμματα, κύρια άρθρα. Στα πεδία των μαχών ο Ελληνικός Στρατός, με Αρχιστράτηγο τον Διάδοχο και μετέπειτα Βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο ΙΒ΄, και Υπουργό των Στρατιωτικών τον Ελευθέριο Κ. Βενιζέλο, με στρατηγική και με εφ’ όπλου λόγχη απελευθέρωνε τα πατρογονικά εδάφη, και υποχρέωνε τον εχθρό σε άτακτη φυγή. Στο πεδίο τής πολιτικής και της διπλωματίας με Πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Κ. Βενιζέλο η Ελλάδα έφθασε, το έτος 1913, μέχρι και την Καβάλα. Από τους εκατό χιλιάδες (100.000) στρατιώτες που ξέπλυναν την ντροπή τού 1897, και υπερδιπλασίασαν την Ελλάδα πολλοί, πάρα πολλοί, δεν γύρισαν πίσω. Μόνον στο Κιλκίς έπεσαν 8.652!! Σε αυτούς που γύρισαν ήταν και ο Γεώργιος Μαρκολέφας.
-----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 6 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 
-----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 7 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
-----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 8 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912 
-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912 
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 10 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 11 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 
 -----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 12 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 
 
 -----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 13 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 14 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 
 -----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 16 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 17 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 18 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912 

 -----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 23 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 24 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 26 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 
 -----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 
 
 -----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 
 -----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 30 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 31 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1912
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 3 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912
  -----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 6 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 7 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912 
  -----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 8 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912
  -----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 10 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912
  -----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 12 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1912
 -----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 12 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 16 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 19 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 20 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913

 -----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 22 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 23 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 24 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 16 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 18 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 19 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 20 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 -----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
 
 
 
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 23 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 24 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 26 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 18 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 19 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 20 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 21 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 22 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 23 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 24 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 25 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 27 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 28 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 29 ΙΟΥΝΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 11 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 12 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΑΤΟΝ, 13 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 15 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 16 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 17 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 18 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 19 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 21 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 22 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 23 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 24 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 25 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 27 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 28 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 29 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 30 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΤΕΤΑΡΤΗ, 31 ΙΟΥΛΙΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΕΜΠΤΗ, 1 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 2 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΣΑΒΒΑΤΟΝ, 3 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΚΥΡΙΑΚΗ, 4 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913
-----------------------------------------------
 ΔΕΥΤΕΡΑ, 5 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913

-----------------------------------------------
 ΤΡΙΤΗ, 6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913
-----------------------------------------------
  ΤΕΤΑΡΤΗ, 7 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1913
 

-----------------------------
*******
Η Μάχη ???????????????????
Αναμένουμε από τους κατιόντες τού ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΡΚΟΛΕΦΑ, να αιτηθούν από το Στρατολογικό Γραφείο Τριπόλεως [Τηλέφωνο: 2713 - 600 816] και να λάβουν το ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ του πρόγονού τους. Μέσα εκεί θα είναι το σύνολο των μαχών στις οποίες έλαβε μέρος. Ζητάμε και από αυτήν την θέση μία φωτογραφία τού ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ, για να το αναρτήσουμε στο Ιστολόγιο.

Εν τέλει: Ἡ μεγαλοσύνη τῶν ἐθνῶν δὲ μετριέται μὲ τὸ στρέμμα. Μὲ τῆς καρδιᾶς τὸ πύρωμα μετριέται καὶ τὸ αἷμα.
------------------------------